καταστερίζω
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
place among the stars, [στέφανον] Pherecyd. 148 J.; τὸν ἐν οὐρανῷ στέφανον κ. DS. 4.61, cf. Plu. 2.308a, Heph.Astr. 1.1; — Pass., DH. 1.61, Theo Sm. p. 130 H.
mark out a constellation, τὴν Πλειάδα δι' ἑπτὰ ἀστέρων καταστερίζομεν Ps.-Alex.Aphr. in Metaph. 832.34. pf. part. Pass., adorned with stars, κατηστερισμένα ζῴδια Hipparch. 1.1.9, Gem. 1.4; κ. σφαῖραι Id. 5.65; ποτήριον Asclep. Myrl. ap. Ath. 11.489e.
German (Pape)
[Seite 1381] unter die Sterne versetzen, Schol. Il. 18, 486. 22, 29; ἐν οὐρανῷ D. Sic. 4, 61; αἱ νῦν ἐν οὐρανῷ κατηστερίσθαι λεγόμεναι D. Hal. 1, 61. – Mit Sternen schmücken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταστερίζω: μέλλ. -ίσω, κατατάσσω μεταξὺ τῶν ἄστρων, ἐν οὐρανῷ κ. τινὰ Διόδ. 4, 61· ὁ Κρόνος πάντας κατηστέρισε Πλούτ. 2. 308Α· καὶ Παθ., θυγατέρες ἑπτὰ αἱ νῦν κατηστερίσθαι λεγόμεναι Διον. Ἁλ. 1. 61. ΙΙ. κοσμῶ δι’ ἀστέρων, τὴν σφαῖραν Πρόκλ.― Παθ., κατηστερισμένον ποτήριον Ἀθήν. 489Ε.
French (Bailly abrégé)
placer parmi les astres.
Étymologie: κατά, ἀστερίζω.
Greek Monolingual
(Α καταστερίζω) κατάστερος
τοποθετώ κάποιον ή κάτι μεταξύ τών αστέρων, κατατάσσω σε αστερισμό («ὁ Κρόνος πάντας κατηστέρησε», Πλούτ.)
αρχ.
1. ορίζω, σημειώνω κάποιον αστερισμό
2. στολίζω με αστέρια («κατηστερισμένα ζῴδια», Ίππαρχ.).
Russian (Dvoretsky)
καταστερίζω: помещать среди звезд (τινὰ ἐν οὐρανῷ Diod.; ἐν τιμῇ κατηστερισμένος Plut.).