δημίζω
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
A pose as 'friend of the people', Ar.V.699.
German (Pape)
[Seite 562] es mit dem Volke halten, auch = es betrügen, Ar. Vesp. 699.
Greek (Liddell-Scott)
δημίζω: προσποιοῦμαι τὸν δημοτικόν, ἀπατῶ τὸν δῆμον, Ἀριστοφ. Σφηξ. 699.
French (Bailly abrégé)
chercher à se rendre populaire.
Étymologie: δῆμος.
Spanish (DGE)
hacerse pasar por amigo del pueblo ὑπὸ τῶν ἀεὶ δημιζόντων οὐκ οἶδ' ὅπῃ ἐγκεκύκλησαι no sé de qué manera estás cercado por los ‘amigos del pueblo’ de turno Ar.V.699.
Greek Monolingual
δημίζω (Α) δήμος
επιδεικνύομαι ως φίλος του δήμου, του λαού.
Greek Monotonic
δημίζω: μέλ. -σω (δῆμος), λαϊκίζω, προσποιούμαι λαϊκότητα, εξαπατώ το λαό, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δημίζω: подлаживаться или льстить народу Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημίζω [δῆμος] zich populistisch gedragen.
Middle Liddell
δῆμος
to affect popularity, cheat the people, Ar.