ἐπιστρωφάω

From LSJ
Revision as of 16:56, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστρωφάω Medium diacritics: ἐπιστρωφάω Low diacritics: επιστρωφάω Capitals: ΕΠΙΣΤΡΩΦΑΩ
Transliteration A: epistrōpháō Transliteration B: epistrōphaō Transliteration C: epistrofao Beta Code: e)pistrwfa/w

English (LSJ)

Frequentat. of ἐπιστρέφω, only intr., c. acc., A visit or frequent a place, θεοὶ..ἐπιστρωφῶσι πόληας Od.17.486; ἀνέρος, ὅν τε θαμιναὶ ἐπιστρωφῶσι μέριμναι haunt him, h.Merc.44; γαῖαν Orph.A. 830; εἰς γῆν Phryn.Trag.5:—Med., go in and out of, frequent, haunt, δῶμ' ἐπιστρωφωμένου A.Ag.972; also, come to, πόθεν γῆς τῆσδ' ἐ. πέδον; E.Med.666.

German (Pape)

[Seite 986] nur praes., verstärktes ἐπιστρέφω, sich oft an einem Orte herumdrehen, befinden, ihn besuchen, θεοὶ ἐπιστρωφῶσι πόληας Od. 17, 486; ὅντε θαμειαὶ ἐπιστρωφῶσι μέριμναι H. h. Merc. 44; eben so im med., ἀνδρὸς τελείου δῶμ' ἐπιστρωφωμένου Aesch. Ag. 946, wie Eur. Med. 666; Τρώεσσι Qu. Sm. 3, 267.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστρωφάω: θαμιστ. τοῦ ἐπιστρέφω, ἀλλὰ μόνον ἐν ἀμεταβ. μετ’ αἰτ., συχνάζω εἴς τινα τόπον, ἐπισκέπτομαι αὐτόν, θεοί... ἐπιστρωφῶσι πόληας, «ἐπέρχονται» (Σχόλ.), Ὀδ. Ρ. 486· ἀνέρος, ὅντε θαμειαὶ ἐπιστρωφῶσι μέριμναι, ἐπέρχονται αὐτῷ, ἐνοχλοῦσιν αὐτόν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 44· γαῖαν Ὀρφ. Ἀργ. 828· εἰς γῆν Φρύν. παρὰ Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 433: ― οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ, εἰσέρχομαι καὶ ἐξέρχομαι, συχνάζω, κατέχω, δῶμ’ ἐπιστρωφωμένου Αἰσχύλ. Ἀγ. 972· ὡσαύτως, ἔρχομαι εἰς…, πόθεν γῆς τῆσδ’ ἐπ. πέδον; Εὐρ. Μήδ. 666.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés.
parcourir, visiter, acc.;
Moy. ἐπιστρωφάομαι, ἐπιστρωφῶμαι se tourner vers, venir vers ou dans, acc..
Étymologie: ἐπί, στρωφάω.

English (Autenrieth)

(frequentative of ἐπιστρέφω): haunt; πόληας, Od. 17.486†.

Greek Monotonic

ἐπιστρωφάω: θαμιστικό του ἐπιστρέφω, επισκέπτομαι ή συχνάζω σε ένα μέρος, με αιτ. τόπου, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., μπαίνω και βγαίνω, συχνάζω, επισκέπτομαι, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστρωφάω: тж. med.
1) обходить, посещать (πόληας Hom.);
2) приезжать, прибывать: πόθεν γῆς τῆσδ᾽ ἐπιστρωφᾷ πέδον; Eur. откуда приходишь ты в этот край?;
3) возвращаться (δῶμα Aesch.);
4) перен. (о заботах) посещать, удручать (ἀνὴρ ὅντε ἐπιστρωφῶσι μέριμναι HH).

Middle Liddell

[Frequentat. of ἐπιστρέφω
to visit or frequent a place, c. acc. loci, Od.:—Mid. to go in and out of, frequent, visit, occupy, Aesch., Eur.