διχήρης

From LSJ
Revision as of 09:41, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχήρης Medium diacritics: διχήρης Low diacritics: διχήρης Capitals: ΔΙΧΗΡΗΣ
Transliteration A: dichḗrēs Transliteration B: dichērēs Transliteration C: dichiris Beta Code: dixh/rhs

English (LSJ)

ες, A dividing in twain, κύκλος… μηνὸς διχήρης, of the moon, E.Ion1156.

German (Pape)

[Seite 646] μηνός, wird der Mond Eur. Ion 1171 genannt, was gew. der Zertheiler des Monats erklärt wird.

Greek (Liddell-Scott)

διχήρης: -ες, εἰς δύο διῃρημένος, διχότομος, κύκλος… μηνός διχήρης, ἐπὶ τῆς σελήνης, Εὐρ. Ἴων. 1156.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui marque la division (du mois) en deux parties (ép. de la lune).
Étymologie: δίχα, *ἄρω.

Spanish (DGE)

(δῐχήρης) -ες
que divide en dos partes κύκλος ... μηνὸς δ. E.Io 1156.

Greek Monolingual

διχήρης, -ες (Α)
χωρισμένος στα δύο.

Greek Monotonic

δῐχήρης: -ες (*ἄρω), αυτός που διαιρεί, αυτός που διχοτομεί το μήνα σε δύο μέρη, με γεν., λέγεται για το φεγγάρι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δῐχήρης: разделяющий пополам (κύκλος πανσέληνος μηνὸς δ. Eur.).

Middle Liddell

adj [*ἄρω]
dividing the month in twain, c. gen., of the moon, Eur.