προσλιπαρέω
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
English (LSJ)
A keep close to, τοῖς χρήμασιν, ὥσπερ κηρίοις μέλιτται Plu.Aem.23; π. τοῖς μαχομένοις stand by them to the end, Id.2.245c: c. part., persevere, π. νηχόμενον Agathin. ap. Orib.10.7.25: c. acc., continue to occupy, (χώραν) Arr.Epict.3.24.33: abs., persevere, Luc.Abd. 16, Ruf. ap. Orib.8.21.15; to be importunate, Plu.Pomp.13; but, continue to listen to a speaker, Id.2.39a: c. acc. et inf., ταῦτα πραχθῆναι Jul.Or.7.225a.
German (Pape)
[Seite 772] 1) bei einer Sache, an einem Orte verharren, verweilen, τῇ χώρᾳ, Arr. Epict. 3, 24; sich beharrlich mit einer Sache beschäftigen, fortwährend ihr obliegen, c. dat., Plut. de audit. 3; τοῖς χρήμασι, Aem. Paull. 23. – 2) insbes. mit unablässigen Bitten anliegen, inständig bitten, τινί, Luc. abdic. 16; Plut. Eum. E.
Greek (Liddell-Scott)
προσλῑπᾰρέω: ἐπιμένω εἴς τι, τοῖς χρήμασι, εἰς χρηματολογίαν, εἰς χρηματισμόν, Πλουτ. Αἰμίλ. 23, πρβλ. 2. 39Α, καὶ αὐτόθι Wyttenb· διαμένω εἰσέτι ἐντός, τῇ χώρᾳ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 33· ― θερμῶς παρακαλῶ, ἱκετεύω τινι Λουκ. Ἀποκηρυττ. 16· ἀπολ., ἐπιμένω ἱκετεύων, Πλουτ. Πομπ. 13.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 s'attacher à, acc. ARR, τινι PLUT ; τοῖς χρήμασιν προσλιπαρεῖν, s'attacher à l’argent;
2 insister près de, presser, τινι.
Étymologie: πρός, λιπαρέω.
Greek Monotonic
προσλῑπᾰρέω: μέλ. -ήσω, εμμένω ή επιμένω σε, τοῖς χρήμασι, στην απόκτηση χρημάτων, σε Πλούτ.· ικετεύω, τινί, σε Λουκ.· απόλ., θερμοπαρακαλώ, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
προσλῑπᾰρέω:
1) проявлять настойчивость, упорствовать: π. τοῖς χρήμασιν ὥσπερ κηρίοις μέλιτται Plut. тяготеть к наживе, как пчелы к сотам;
2) настойчиво просить, приставать с просьбами (τινι Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-λιπαρέω volharden, blijven aandringen; met dat. gefocust zijn op:. τοῖς χρήμασιν... προσλιπαροῦντες gefocust op geld Plut. Aem. 23.7.
Middle Liddell
fut. ήσω
to persevere or persist in, τοῖς χρήμασι in money-making, Plut.:— to importune, τινί Luc.: absol. to be importunate, Plut.