θαυματοποιός

From LSJ
Revision as of 14:20, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> ὁ) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαυμᾰτοποιός Medium diacritics: θαυματοποιός Low diacritics: θαυματοποιός Capitals: ΘΑΥΜΑΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: thaumatopoiós Transliteration B: thaumatopoios Transliteration C: thavmatopoios Beta Code: qaumatopoio/s

English (LSJ)

όν, A wonder-working, ὄνειροι Luc. Somn.14; acrobatic, κοῦραι Matro Conv.121: as substantive, conjurer, juggler, Pl.Sph.235b, D.2.19: as fem., IG11(2).110.34(Delos, iii B.C.), etc.; puppet-showman, Pl.R.514b, Phlp.in GA77.16.

German (Pape)

[Seite 1189] Wunder thuend, Gaukler, Taschenspieler; Plat. Soph. 235 h u. öfter; θαυματοποιῶν ἀσελγέστερος Dem. 2, 19; vgl. Ath. I, 19 e; ὄνειροι Luc. Somn. 14.

Greek (Liddell-Scott)

θαυμᾰτοποιός: -όν, ποιῶν θαύματα, ὄνειροι Λουκ. Ἐνυπν. 14· ἐκτελῶν θαυμάσια ἔργα, κοῦραι Μάτρων παρ’ Ἀθην. 137Β· ὡς οὐσιαστ., γόης, ἐκτελεστὴς πλαστῶν θαυμάτων, Πλάτ. Πολ. 514Β, Σοφ. 235Β, Δημ. 22. 19.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait voir des choses merveilleuses ; subst.θαυματοποιός jongleur, charlatan.
Étymologie: θαῦμα, ποιέω.

Greek Monolingual

-ό (Α θαυματοποιός, -όν)
αυτός που κάνει θαύματα, γόης, αγύρτης, τερατουργός
αρχ.
1. αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά
2. το αρσ. ως ουσ.θαυματοποιός
εκτελεστής θαυμάτων, ταχυδακτυλουργός («τοῦ γένους εἶναι τοῦ τῶν θαυματοποιῶν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, -ατος + -ποιός < ποιώ (πρβλ. μυθοποιός, νομισματοποιός)].

Greek Monotonic

θαυμᾰτοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που κάνει θαύματα· ως ουσ., μάγος, ταχυδακτυλουργός, απατεώνας, σε Πλάτ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

θαυμᾰτοποιός: IIфокусник, жонглер Plat., Arst., Plut.
творящий чудеса (ὄνειροι Luc.).

Middle Liddell

θαυμᾰτο-ποιός, όν ποιέω
wonder-working:—as substantive a conjuror, juggler, Plat., Dem.

English (Woodhouse)

juggler

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)