θεοποιός

From LSJ
Revision as of 10:31, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοποιός Medium diacritics: θεοποιός Low diacritics: θεοποιός Capitals: ΘΕΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: theopoiós Transliteration B: theopoios Transliteration C: theopoios Beta Code: qeopoio/s

English (LSJ)

όν, A making gods, Ar.Fr.786; ἁ θεοποιὸς τέχνα = θεοποιητική, AP9.774 (Glauc.); οὐ θεοποιός τις ἀλλ' ἀνθρωποποιὸς ὤν Luc.Philops.20. II making into gods, deifying, Dam.(?)ap.Suid. s.v. ἀποκλήρωσις; παραγγέλματα Hierocl.inCA19p.462M.

German (Pape)

[Seite 1197] Götterbilder machend, Poll. 1, 13; τέχνη Glauc. ep. (IX, 774); Luc. Philops. 20.

Greek (Liddell-Scott)

θεοποιός: -όν, ὁ κατασκευάζων θεούς, θεοπλάστης, Πολυδ. Α΄, 12∙ ἡ θ. τέχνη = θεοποιητική, Ἀνθ. Π. 9. 774. ΙΙ. ὁ μεταβάλλων εἰς θεούς, ἀποθεῶν, παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. λῆξις.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui divinise.
Étymologie: θεός, ποιέω.

Greek Monolingual

-ό (AM θεοποιός, -όν)
αυτός που κατασκευάζει εικόνες ή αγάλματα θεών («ἁ θεοποιὸς τέχνα» — η θεοποιητική)
μσν.-αρχ.
αυτός που κάνει κάποιον μέτοχο της θείας φύσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. αγαθοποιός, ειδοποιός.

Greek Monotonic

θεοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που δημιουργεί, φτιάχνει θεούς, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θεοποιός: II ὁ Luc. = θεοπλάστης.
изготовляющий изображения богов (τέχνη Anth.).

Middle Liddell

θεο-ποιός, όν ποιέω
making gods, Anth.