πολύτεκνος

From LSJ
Revision as of 12:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύτεκνος Medium diacritics: πολύτεκνος Low diacritics: πολύτεκνος Capitals: ΠΟΛΥΤΕΚΝΟΣ
Transliteration A: polýteknos Transliteration B: polyteknos Transliteration C: polyteknos Beta Code: polu/teknos

English (LSJ)

ον, A bearing many children, prolific, Τηθύς A.Pr.137 (anap.), cf. Arist.HA616b10. 2 consisting in many children, γενέθλη Nonn.D.25.561. II epithet of rivers, giving increase, A.Supp.1027 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 674] viele Kinder habend; Τηθύς, Aesch. Prom. 137; auch ποταμοί, Suppl. 1008; Eur. Med. 557; Niobe, Antp. Sid. 43 (Plan. 133), u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

πολύτεκνος: -ον, ὁ γεννῶν πολλὰ τέκνα, γόνιμος, Αἰσχύλ. Πρ. 137, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 15, 3· ἴδε ἐν λ. ἅμιλλα. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1029, ὡς ἐπίθ. ποταμῶν, γονιμοποιῶν, εὔφορον ποιῶν τὴν γῆν (;).

French (Bailly abrégé)

ος, ος;
1 qui a un grand nombre d'enfants ; ἅμιλλα πολύτεκνος EUR le désir d'avoir beaucoup d'enfants;
2 fig. très fécondant, fertilisant.
Étymologie: πολύς, τέκνον.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύτεκνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά τέκνα, ο γονέας πολλών παιδιών
νεοελλ.
(νομ.) ο γονέας τεσσάρων, τουλάχιστον, τέκνων, αριθμό τον οποίο πρόσφατος νόμος περιόρισε σε τρία
μσν.-αρχ.
αυτός που απαρτίζεται από πολλά τέκναπολύτεκνος γενέθλη», Νόνν.)
αρχ.
(κυρίως ως προσωνυμία τών ποταμών) αυτός που με τα νερά του καθιστά τη γη εύφορη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τεκνος (< τέκνον < τίκτω), πρβλ. καλλί-τεκνος].

Greek Monotonic

πολύτεκνος: -ον, αυτός που έχει πολλά παιδιά, γόνιμος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πολύτεκνος:
1) имеющий большое потомство, многодетный (Τηθύς Aesch.; οἱ πελασγικοὶ - v.l. πελάγιοι - θεοί Plut.);
2) плодовитый (sc. ὄρνις Arst.);
3) оплодотворяющий, жизнетворный (ποταμός Aesch.).

Middle Liddell

πολύ-τεκνος, ον,
with many children, prolific, Aesch.