τελωνέω

From LSJ
Revision as of 12:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελωνέω Medium diacritics: τελωνέω Low diacritics: τελωνέω Capitals: ΤΕΛΩΝΕΩ
Transliteration A: telōnéō Transliteration B: telōneō Transliteration C: teloneo Beta Code: telwne/w

English (LSJ)

pf. A τετελώνηκα Phld. Rh.1.344 S.:—to be a τελώνης, PPetr.2p.108 (iii B.C.), Plu.2.236b, Luc.Pseudol.30; in bad sense, κλέπτει, τελωνεῖ Apollod.Com.13.13, cf. Phld. l.c. II c. acc., τελωνέω τινὰ πικρῶς take heavy toll of one, Str.9.3.4:—Med., ἐτελωνήσατο ἐξάγων δούλην has paid toll for exporting a slave-woman, BGU 913.11 (iii A.D.), cf. 882.2 (iii A.D.); freq. in pf., τετελώνηται διὰ πύλης ἐξάγων PAmh.2.116, 117 (ii A.D.), PLips.81,82 (iii/iv A.D.), etc.:—Pass., τελωνουμένους σκληρῶς OGI55.17 (Telmessus, iii B.C.); to be demanded as toll or be paid as toll, LXX 1 Ma.13.39; καθότι ἂν οἱ Μιλήσιοι τελωνῶνται = as Milesians are subject to tax, Milet.3.149.25 (ii B.C.); τὰ μὴ τετελωνημένα articles on which customs-duty has not been paid, PTeb. 5.26 (ii B.C.): metaph., dub. in Erot.Prooem.

German (Pape)

[Seite 1089] ein τελώνης sein, die Zölle pachten und einnehmen, Luc. Pseudol. 30 u. A.; übrtr., τοὺς λόγους, von der Gelehrsamkeit Zoll nehmen, d. h. für Geld lehren, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τελωνέω: εἶμαι τελώνης, εἰσπράττω τέλη, Πλούτ. 2. 236Β, Λουκ. Ψευδολ. 30· ἐπὶ κακῆς σημασίας, κλέπτει, τελωνεῖ Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 13, Σουΐδ. ἐν λ. τελώνης (a). II. μετ’ αἰτ., τ. τινὰ πικρῶς, μεγάλως φορολογῶ τινα, Στράβ. 419· μεταφορ., τελ. τοὺς λόγους, ἐμπρεύομαι τὴν παιδείαν, Βασίλ., πρβλ. καπηλεύω. - Παθητ., ἀπαιτοῦμαι ἢ πληρώνομαι ὡς φόρος, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΓ΄, 39).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être fermier public, percepteur d'impôts.
Étymologie: τελώνης.

Greek Monotonic

τελωνέω: μέλ. τελωνήσω, είμαι τελώνης, εισπράττω φόρους, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

τελωνέω: τέλος I, 12] взять на откуп налоги, быть откупщиком Plut., Luc.

Middle Liddell

τελωνέω, fut. -ήσω
to be a tax-gatherer, Luc. [from τελώνης