ἀλλοτριοπραγμοσύνη

From LSJ
Revision as of 12:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source

English (LSJ)

ἡ, A meddlesomeness, Pl.R.444b, Procl. in Alc.p.14 C.

German (Pape)

[Seite 106] ἡ, neben πολυπραγμοσύνη, = -πραγία, Plat. Rep. IV, 144 b.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ingérence dans les affaires d'autrui.
Étymologie: ἀλλότριος, πρᾶγμα.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
intromisión ἀλλοτριοπραγμοσύνην ... μέρους τινὸς τῷ ὅλῳ τῆς ψυχῆς Pl.R.444b, ἀπὸ τῆς εἰς τὰ ἔξω βλεπούσης ὁρμῆς καὶ τῆς ἀλλοτριοπραγμοσύνης Procl.in Alc.14.

Greek Monolingual

ἀλλοτριοπραγμοσύνη, η (Α) ἀλλοτριοπράγμων
η αλλοτριοπραγία.

Greek Monotonic

ἀλλοτριοπραγμοσύνη: ἡ (πρᾶγμα), ανάμειξη σε ξένες υποθέσεις, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοτριοπραγμοσύνη: ἡ Plat. = ἀλλοτριοπραγία.

Middle Liddell

πρᾶγμα
a meddling with other people's business, Plat.