παιδολέτωρ

From LSJ
Revision as of 14:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδολέτωρ Medium diacritics: παιδολέτωρ Low diacritics: παιδολέτωρ Capitals: ΠΑΙΔΟΛΕΤΩΡ
Transliteration A: paidolétōr Transliteration B: paidoletōr Transliteration C: paidoletor Beta Code: paidole/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ, child-murdering, Ἔρις A.Th.726 (lyr.), cf. E.Med.1393 (anap.); ἀηδονίς Id.Rh.550(lyr.).

German (Pape)

[Seite 441] ορος, ὁ u. ἡ, = παιδολετήρ; ἔρις, Aesch. Spt. 708; ἀηδονίς, Eur. Rhes. 549, vgl. Med. 1393.

Greek (Liddell-Scott)

παιδολέτωρ: -ορος, παιδοφόνος, Αἰσχύλ. Θήβ. 726, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1393· ἀηδονὶς ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 550· - οὕτω παιδολετήρ, ῆρος, ὁ, Σουΐδ.· - θηλ. παιδολέτειρα, ἡ τὰ ἑαυτῆς τέκνα φονεύσασα, Εὐρ. Μήδ. 849, Ἀνθ. Πλαν. 138· ὡσαύτως παιδολέτις, ιδος, ἡ, Ἀνθ. Π. 3. 3. καὶ παιδολέτρια (Schm. παιδολέτειρα) Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui tue des enfants ou ses enfants.
Étymologie: παῖς, ὄλλυμι.

Greek Monolingual

παιδολέτωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
ο φονιάς τών παιδιών του, παιδοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -ολέτωρ (< ὄλλυμι «φονεύω»), πρβλ. πατρ-ολέτωρ].

Greek Monotonic

παιδολέτωρ: -ορος, κλητ. -ορ, , , = το προηγ., σε Αισχύλ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδολέτωρ -ορος, ὁ, ἡ [παῖς, ὄλλυμι] kindermoordenaar.

Russian (Dvoretsky)

παιδολέτωρ: ορος adj. губящий (своих) детей (ἔρις Aesch.; ἀηδονίς Eur.).