πεντώρυγος
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
ον, = πεντόργυιος, X.Cyn.2.5.
Greek (Liddell-Scott)
πεντώρυγος: -ον, ἴδε πεντόργυιος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(αττ. τ.) ο πεντόργυιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- + -ωρυγος, σπάνια μορφή με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. ὀργυιά].
Greek Monotonic
πεντώρυγος: -ον, Αττ. μορφή του πεντόργυιος, σε Ξεν.
Middle Liddell
πεντ-ώρυγος, ον, attic form of πεντόργυιος, Xen.]