προσκαρτέρησις

From LSJ
Revision as of 16:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκαρτέρησις Medium diacritics: προσκαρτέρησις Low diacritics: προσκαρτέρησις Capitals: ΠΡΟΣΚΑΡΤΕΡΗΣΙΣ
Transliteration A: proskartérēsis Transliteration B: proskarterēsis Transliteration C: proskarterisis Beta Code: proskarte/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, perseverance, patience, Phld.Rh.1.11 S., Ep.Eph.6.18.

German (Pape)

[Seite 767] ἡ, Beharrlichkeit, Ausdauer bei Etwas, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαρτέρησις: ἡ, τὸ προσκαρτερεῖν, Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. ςϳ, 18.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
constance, assiduité.
Étymologie: προσκαρτερέω.

English (Strong)

from προσκαρτερέω; persistancy: perseverance.

English (Thayer)

προσκαρτερησεως, ἡ, (προσκαρτερέω), perseverance: Λεξ. ἀθης. under the word).

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α προσκαρτερῶ
καρτερία και επιμονή σε κάτι («ἀγρυπνοῦν τες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καὶ δεήσει περὶ πάντων τῶν ἁγίων», ΚΔ.).

Greek Monotonic

προσκαρτέρησις: ἡ, προσμονή, εγκαρτέρηση, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

προσκαρτέρησις: εως ἡ постоянство, стойкость (ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσκαρτέρησις -εως, ἡ [προσκαρτερέω] volharding, voortduring. ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει voortdurend NT Eph. 6.18.

Middle Liddell

προσκαρτέρησις, εως, [from προσκαρτερέω
perseverance, NTest.

Chinese

原文音譯:proskartšrhsij 普羅士-卡而帖雷西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向著-握住的
字義溯源:堅持,毅力,不倦;源自(προσκαρτερέω)=恆切);由(πρός)=向著)與(καρτερέω)=堅忍)組成,其中 (πρός)出自(πρό)*=前),而 (καρτερέω)出自(κράτος)*=權力)
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編
1) 堅持(1) 弗6:18