συζητητής

From LSJ
Revision as of 18:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συζητητής Medium diacritics: συζητητής Low diacritics: συζητητής Capitals: ΣΥΖΗΤΗΤΗΣ
Transliteration A: syzētētḗs Transliteration B: syzētētēs Transliteration C: syzititis Beta Code: suzhthth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, joint inquirer: disputant, 1 Ep.Cor.1.20.

German (Pape)

[Seite 972] ὁ, der mit sucht, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συζητητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ συζητῇ, φιλόνεικος, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. α΄, 20.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui se livre à des recherches ou à des discussions.
Étymologie: συζητέω.

English (Strong)

from συζητέω; a disputant, i.e. sophist: disputer.

English (Thayer)

(L T Tr WH συνζητητης (cf. σύν, II. at the end)), συζητητου, ὁ (συζητέω), a disputer, i. e. a learned disputant, sophist: Ignatius ad Ephesians 18 [ET] (quotation).)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. συζητήτρια Ν συζητῶ
1. αυτός που συζητεί, που συμμετέχει ή διεξάγει μία συζήτηση, συνομιλητήςείναι καλός συζητητής»)
2. ο επιδέξιος στη διεξαγωγή συζητήσεων ή αυτός που του αρέσει να συζητεί.

Greek Monotonic

συζητητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ερευνά από κοινού· συνομιλητής, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συζητητής -οῦ, ὁ [συζητέω] deelnemer aan discussie, debater, redenaar.

Russian (Dvoretsky)

συζητητής: οῦ ὁ участник изыскания, т. е. исследователь NT.

Middle Liddell

συζητητής, οῦ, ὁ, [from συζητέω
a joint inquirer: a disputer, NTest.

Chinese

原文音譯:suzhtht»j 需-色帖帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-尋求(者)
字義溯源:爭論者,辯論者,辯士;源自(συζητέω)=共同的調查),由 (482*=同)與(ζητέω)*=尋求)組成
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 辯士(1) 林前1:20