ζακρυόεις
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
εσσα, εν, (κρυόεις) very numbing, freezing, θάνατος Alc. Supp.12.8.
Greek Monolingual
ζακρυόεις, -εσσα, -εν (Α)
κρύος, κρυερός, παγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το δακρυόεις (πρβλ. ζάπεδο αντί δάπεδο, ζακόρος αντί δακόρος), ενώ πρόκειται απλώς για σύνθετη λέξη από το επιτατικό ζα και το κρυόεις (< κρύος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζακρυόεις -εσσα -εν [ζα-, κρυόεις] Αeol. ijselijk:. θάνατος ζ. de ijselijke dood Alc. 34.8.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct of θάνατος (Alc. Supp. 12, 8 = LP B 2a 8), prob. for δακρυόεις with many tears at the same time referring to κρυόεις;
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: See on ζά and Risch Mus. Helv. 3, 253ff.
Frisk Etymology German
ζακρυόεις: {zakruóeis}
Meaning: Beiwort von θάνατος (Alk. Supp. 12, 8 = LP B 2a 8), wohl für δακρυόεις tränenreich mit gleichzeitiger Beziehung auf κρυόεις;
Etymology: vgl. zu ζά und Risch Mus. Helv. 3, 253ff.
Page 1,608