καταλούομαι

From LSJ
Revision as of 01:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλούομαι Medium diacritics: καταλούομαι Low diacritics: καταλούομαι Capitals: ΚΑΤΑΛΟΥΟΜΑΙ
Transliteration A: kataloúomai Transliteration B: katalouomai Transliteration C: kataloyomai Beta Code: katalou/omai

English (LSJ)

Med., spend in bathing, καταλόει [prob. cj. for -λούει] μου τὸν βίον Ar.Nu.838.

Greek (Liddell-Scott)

καταλούομαι: μέσ., δαπανῶ εἰς λουτρόν, ὡς ὕδωρ χύνω τὰ χρήματα, καταλόει χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ καταλούει μου τὸν βίον Ἀριστοφ. Νεφ. 838.

French (Bailly abrégé)

dépenser, gaspiller en frais de bains.
Étymologie: κατά, λούω.

Greek Monolingual

καταλούομαι (Α)
φρ. «καταλόει μου τὸν βίον» — σπαταλάς την περιουσία μου, τή σκορπάς σαν το νερό στο λουτρό (Αριστοφ.).

Greek Monotonic

καταλούομαι: Μέσ., ξοδεύω σε λουτρό, καταλόει (χάριν μέτρου αντί -λούει), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταλούομαι: (2 л. sing. καταλόει) лить как воду (в купальне), т. е. бросать на ветер, расточать, проматывать (τὸν βίον Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λούομαι verkwisten aan baden.

Middle Liddell


Mid. to spend in bathing, καταλόει [metri grat. pro -λούει] Ar.