Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυανόπεζα

From LSJ
Revision as of 02:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνόπεζα Medium diacritics: κυανόπεζα Low diacritics: κυανόπεζα Capitals: ΚΥΑΝΟΠΕΖΑ
Transliteration A: kyanópeza Transliteration B: kyanopeza Transliteration C: kyanopeza Beta Code: kuano/peza

English (LSJ)

ἡ, with feet of κύανος, τράπεζα Il.11.629. [ῡ, metri gr.]

German (Pape)

[Seite 1521] mit dunkelblauen oder schwarzen Füßen, τράπεζα, Il. 11, 629, od. mit Füßen von Stahl.

French (Bailly abrégé)

ης;
adj. f.
aux pieds sombres ou noirs.
Étymologie: κύανος, πέζα.

Greek Monolingual

κυανόπεζα, ἡ (Α)
(για τραπέζι) αυτό που έχει πόδια επιχρισμένα με κύανο («ἐπιπροΐηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐύξοον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. αντί πούς «πόδι» (πρβλ. αχλυόπεζα, χιονόπεζα)].

Greek Monotonic

κυᾰνόπεζα: ἡ, με τα πόδια του κυανοῦ, σε Ομήρ. Ιλ. (, χάριν μέτρου).

Russian (Dvoretsky)

κῡᾰνόπεζα: (ῡ!) adj. f на темных ножках (τράπεζα Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυανόπεζα -ης [κύανος, πέζα] met poten van lazuursteen of met donkere poten.

Middle Liddell

κυᾰνό-πεζα, ἡ,
with feet of κύανος, Il. [ῡ, metri grat.]