ἐκτορέω
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
transfix, αἰῶνα h.Merc.42.
German (Pape)
[Seite 782] ausbohren, αἰῶνα χελώνης, rauben, H. h. Merc. 42.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτορέω: διατρυπῶ, φονεύω διατρυπῶν, ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 42.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
enlever en perçant, ou tuer en perçant LSJ.
Étymologie: ἐκ, τιτρώσκω ou τορέω.
Spanish (DGE)
perforar totalmente αἰῶν' ἐξετόρησεν ... χελώνης perforó la vida de la tortuga (atravesando su caparazón) h.Merc.42.
Greek Monolingual
ἐκτορέω (Α)
διατρυπώ, φονεύω τρυπώντας.
Greek Monotonic
ἐκτορέω: μέλ. -ήσω, σκοτώνω με τρύπημα, τρυπώ, διαπερνώ, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτορέω: досл. высверливать, перен. вынимать, потрошить (αἰῶνα χελώνης HH).