ἐπανθρακίδες

From LSJ
Revision as of 07:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανθρᾰκίδες Medium diacritics: ἐπανθρακίδες Low diacritics: επανθρακίδες Capitals: ΕΠΑΝΘΡΑΚΙΔΕΣ
Transliteration A: epanthrakídes Transliteration B: epanthrakides Transliteration C: epanthrakides Beta Code: e)panqraki/des

English (LSJ)

ων, αἱ, (ἀνθρακίς) small fish for frying, small fry, Ar.Ach.670, V.1127.

German (Pape)

[Seite 902] αἱ, kleine Fische, die auf Kohlen geröstet wurden, Ar. Ach. 670 Vesp. 1127; – im singul. auch eine Art Brod, Ath. III, 110 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανθρᾰκίδες: -ων, αἱ, (ἀνθρακὶς) «τὰ ἐπ᾿ ἀνθράκων ὀπτώμενα ἰχθύδια» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 670, Σφ. 1127 πρβλ. Πολυδ. ϛʹ, 55.

French (Bailly abrégé)

ίδων (αἱ) :
petits poissons à faire frire, friture.
Étymologie: ἐπί, ἄνθραξ.

Greek Monolingual

ἐπανθρακίδες, αι (Α)
τα ψάρια που ψήνονται πάνω σε κάρβουνα ή ψάρια για τηγάνισμα («ἡνίκ' ἄν ἐπανθρακίδες ὦσι παρακείμεναι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανθρακ-ίδες «μικρά ψάρια που τρώγονται ψητά»].

Greek Monotonic

ἐπανθρᾰκίδες: -ων, αἱ (ἀνθρακίς), μικρό ψάρι για ψήσιμο ή τηγάνισμα, μαρίδα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανθρᾰκίδες: ων αἱ мелкая рыбешка (для жарения) Arph.

Middle Liddell

ἀνθρακίς
small fish for frying, small fry, Ar.