ἐπανθρακίδες
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
ων, αἱ, (ἀνθρακίς) small fish for frying, small fry, Ar.Ach.670, V.1127.
German (Pape)
[Seite 902] αἱ, kleine Fische, die auf Kohlen geröstet wurden, Ar. Ach. 670 Vesp. 1127; – im singul. auch eine Art Brod, Ath. III, 110 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανθρᾰκίδες: -ων, αἱ, (ἀνθρακὶς) «τὰ ἐπ᾿ ἀνθράκων ὀπτώμενα ἰχθύδια» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 670, Σφ. 1127 πρβλ. Πολυδ. ϛʹ, 55.
French (Bailly abrégé)
ίδων (αἱ) :
petits poissons à faire frire, friture.
Étymologie: ἐπί, ἄνθραξ.
Greek Monolingual
ἐπανθρακίδες, αι (Α)
τα ψάρια που ψήνονται πάνω σε κάρβουνα ή ψάρια για τηγάνισμα («ἡνίκ' ἄν ἐπανθρακίδες ὦσι παρακείμεναι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανθρακ-ίδες «μικρά ψάρια που τρώγονται ψητά»].
Greek Monotonic
ἐπανθρᾰκίδες: -ων, αἱ (ἀνθρακίς), μικρό ψάρι για ψήσιμο ή τηγάνισμα, μαρίδα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπανθρᾰκίδες: ων αἱ мелкая рыбешка (для жарения) Arph.