ἀνταποστέλλω
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
send in exchange, ὁμήρους Plb.21.43.22; send backwards and forwards, πρέσβεις D.C.50.2, cf. Aen.Tact.31.9 (Pass.); refer one back again, ἐπί τι S.E.M.8.86; of an echo, τὰς ἀνακλάσεις ἀ. Plu.2.248c.
German (Pape)
[Seite 244] dagegen abschicken, Pol. 22, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταποστέλλω: στέλλω ἀντὶ ἄλλου ἢ πρὸς ἀνταλλαγήν, ὁμήρους δ’ εἴκοσι διδότω Ἀντίοχος, δι’ ἐτῶν τριῶν ἄλλους ἀνταποστέλλων Πολύβ. 22. 26, 22: στέλλω ὀπίσω, Νικήτ. Εὐγεν. 5. 325: παραπέμπω τινὰ πάλιν, ἐπί τι Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 8. 86.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀνταπέστελλον;
renvoyer en échange, rapporter.
Étymologie: ἀντί, ἀποστέλλω.
Spanish (DGE)
1 enviar en intercambio πρέσβεις D.C.50.2.1 ἄλλους (ὁμήρους) Plb.21.43.22, τὰ μέγιστα τῶν ... δώρων Plb.32.1.3.
2 enviar en respuesta una embajada, LXX 3Re.21.10, unas cartas, Aen.Tact.31.9 ter.
3 enviar a su vez (ἡμᾶς) ἐπὶ τὸ ὑπάρχον S.E.M.8.86, τὰς ἀνακλάσεις de una reverberación, Plu.2.248c.
Greek Monolingual
ἀνταποστέλλω (AM)
μσν.
στέλνω πίσω, επιστρέφω
αρχ.
1. ανταλλάσσω
2. παραπέμπω για δεύτερη φορά.
Russian (Dvoretsky)
ἀνταποστέλλω:
1) посылать обратно, отражать (ἀνακλάσεις Plut.);
2) посылать взамен (ἄλλους ὁμήρους Polyb.);
3) посылать в ответ (τῶν ῥητόρων τινάς Luc.).