αὐτοκρατορικός

From LSJ
Revision as of 10:34, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοκρᾰτορικός Medium diacritics: αὐτοκρατορικός Low diacritics: αυτοκρατορικός Capitals: ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: autokratorikós Transliteration B: autokratorikos Transliteration C: aftokratorikos Beta Code: au)tokratoriko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for the Imperator, ἐσθής D.H.8.59, cf. Gal.8.355, BGU970.23 (ii A. D.), etc. Adv. -κῶς despotically, Plu. Ant.15.

German (Pape)

[Seite 398] zum Selbstherrscher, Kaiser gehörig, ἀρχή, Kaiserherrschaft, Herodian. 7, 10, 12; ἐσθής Dion. Hal. 8, 59, Kleid des Imperators. – Adv., wie ein αὐτοκράτωρ, Plut. Anton. 15.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοκρᾰτορικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ αὐτοκράτορος, ὁ εἰς τὸν αὐτοκράτορα ἀνήκων, ἢ διὰ τὸν αὐτοκράτορα ἁρμόδιος, Διον. Ἁλ. 8. 59. 2) ἐλεύθερος, αὐτεξούσιος, Κλήμ. Ἀλ. 434. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, δεσποτικῶς, Πλουτ. Ἀντ. 15.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 de l’empereur, impérial;
2 indépendant.
Étymologie: αὐτοκράτωρ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1imperial ἐσθής D.H.8.59, σφράγισμα D.C.66.2.2, οἰκέται Gal.8.355, cf. 12.445, διατάξεις BGU 970.23 (II d.C.).
2 absoluto ἐξουσία Gr.Nyss.Ref.Eun.p.370.14.
3 que depende de su libre voluntad τὴν αἵρησιν καὶ φυγὴν δεδόσθαι τοῖς ἀνθρώποις αὐτοκρατορικήν Clem.Al.Strom.2.4.12.
II adv. -ῶς
1 despóticamente πράττειν αὐ. Plu.Ant.15.
2 libremente αὐ. ἄγειν Gr.Nyss.Hom.in Cant.2.1.6.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM αὐτοκρατορικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυτοκράτορα
νεοελλ.
αυτός που αρμόζει σε αυτοκράτορα
2. «αυτοκρατορική ιδέα» — η πολιτειολογική άποψη για τη μοναδικότητα της αυτοκρατορικής εξουσίας σε ολόκληρη την οικουμένη
αρχ.
ελεύθερος, αυτεξούσιος.

Greek Monotonic

αὐτοκρᾰτορικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σ' έναν αυτοκράτορα· επίρρ. -κῶς, δεσποτικώς, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[From αὐτοκράτωρ
of or for an autocrat: adv. -κῶς, despotically, Plut.

English (Woodhouse)

of a dictator

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)