εὐλάκα

From LSJ
Revision as of 10:36, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐλάκα Medium diacritics: εὐλάκα Low diacritics: ευλάκα Capitals: ΕΥΛΑΚΑ
Transliteration A: euláka Transliteration B: eulaka Transliteration C: evlaka Beta Code: eu)la/ka

English (LSJ)

ἡ, Dor. word, ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλαξεῖν (Lacon. fut. inf.), should plough with silver ploughshare, intimating that there would be a dearth, corn being worth its weight in silver, Orac. ap. Th.5.16 (v.l. εὐλάχα, Phot.).—Neither Verb nor Noun occurs elsewhere (Cf. αὐλάχα, αὖλαξ.)

German (Pape)

[Seite 1077] nur in einem Orakel bei Thuc. 5. 16, ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλάξειν, mit silberner Pflugschaar pflügen (wahrscheinlich alte lakon. Formen von αὖλαξ), von eiuer Theuerung, wo das Getreide so theuer wird, als hätte man mit silberner Pflugschaar pflügen müssen.

Greek (Liddell-Scott)

εὐλάκα: ἡ, ἐν Χρησμῷ τινι παρὰ Θουκ. 5. 16, εἰ δὲ μὴ ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλαξεῖν, εἰ δὲ μὴ θὰ ἀρόσωσι (τὴν γῆν) μὲ ἀργυρᾶν ὕνιν, ὅπερ ἐδήλου ὅτι ἔμελλε νὰ ἐπέλθῃ σιτοδεία, ὥστε νὰ πορίζωνται τὸν σῖτον ἄλλοθεν, ὠνούμενοι αὐτὸν δι’ ἀργυρίου. Οὔτε τὸ ῥῆμα οὔτε τὸ ὄνομα ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ. Εἶναι ἀρχαῖοι Λακωνικοὶ τύποι πιθαν. συγγενεῖς τῷ αὖλαξ.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
soc de la charrue ou hoyau.
Étymologie: mot laconien, c. αὖλαξ.

Greek Monolingual

εὐλάκα, ἡ (Α)
(δωρ. λέξη) απαντά μόνο στη φράση «εἰ δὲ μὴ ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλαξεῖν» — διαφορετικά θα οργώσουν (τη γη) με αργυρό υνί, Θουκ.φράση είναι απόσπασμα από χρησμό, με τον οποίο προμηνυόταν στους Λακεδαιμονίους ότι θα ερχόταν περίοδος σιτοδείας, ώστε να προμηθεύονται σιτάρι αγοράζοντάς το από αλλού με πολλά χρήματα. Ούτε το ρήμα ούτε το όνομα απαντούν σε άλλο χωρίο).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λακωνικός τ. < ε-Fλακ-, με θέμα που απαντά στο αύλαξ (< α-Fλακ-) και διαφορετικό πρόθημα].

Greek Monotonic

εὐλάκα: ἡ, Χρησμ. παρά Θουκ. (αρχαίοι Λακ. τύποι, πιθ. συγγενές προς το αὖλαξ).

Russian (Dvoretsky)

εὐλάκᾱ: ἡ дор. лемех: ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλάξειν Thuc. (слова оракула) пахать серебряным лемехом, т. е. оставить землю невспаханной и страдать от голода.

Frisk Etymological English

See also: S. ἄλοξ.

Middle Liddell

εὐλάκα, ἡ,
a ploughshare, Orac. ap. Thuc. [Old Lacon. form, prob. akin to αὖλαξ

Frisk Etymology German

εὐλάκα: {eulákā}
Grammar: f.
Meaning: Pflug, Pflugschar (dor.).
See also: S. ἄλοξ.
Page 1,588