τλήθυμος

From LSJ
Revision as of 10:42, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τλήθῡμος Medium diacritics: τλήθυμος Low diacritics: τλήθυμος Capitals: ΤΛΗΘΥΜΟΣ
Transliteration A: tlḗthymos Transliteration B: tlēthymos Transliteration C: tlithymos Beta Code: tlh/qumos

English (LSJ)

Dor. τλάθυμος [ᾱ], ον, of enduring soul, stout-hearted, Ὀδυσσεύς AP9.472; τλήθυμος κύων = a staunch hound, Pi.Fr.234; ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος Id.N.2.15.

German (Pape)

[Seite 1123] mit standhaftem Gemüthe, wie Odysseus; Ep. ad. (IX, 472); Agath. 55 (IX, 644); dreist, kühn, muthig.

Greek (Liddell-Scott)

τλήθῡμος: Δωρικ. τλάθ-, ον, ὁ ἔχων καρτερικὴν ψυχήν, καρτερόθυμος, Ὀδυσσεὺς Ἀνθ. Π. 9. 472· τλ. κύων, ἰσχυρός, εὔρωστος, Πινδ. Ἀποσπ. 258· τλ. ἀλκὰ παγκρατίου ὁ αὐτ. ἐν Ν. 2, 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l’âme courageuse.
Étymologie: τλάω, θυμός.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. τλάθυμος, -ον, Α
1. καρτερόψυχος, υπομονητικός
2. ισχυρός, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη-/τλᾱ-, που ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα τελᾱ- του επιθ. τάλας (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, βλ. λ. τάλας) + θυμός (πρβλ. ἐχέ-θυμος)].

Greek Monotonic

τλήθῡμος: Δωρ. τλά-θυμος, -ον, αυτός που έχει καρτερική ψυχή, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τλήθῡμος: дор. τλάθῡμος 2 (ᾱ) стойкий, мужественный (ἀλκά Pind.; Ὀδυσσεύς Anth.).

Middle Liddell

stout-hearted, Anth.