τρυπανισμός

From LSJ
Revision as of 10:43, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡπανισμός Medium diacritics: τρυπανισμός Low diacritics: τρυπανισμός Capitals: ΤΡΥΠΑΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: trypanismós Transliteration B: trypanismos Transliteration C: trypanismos Beta Code: trupanismo/s

English (LSJ)

ὁ, boring, piercing, Aq.Is.54.12.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡπᾰνισμός: ὁ, διάτρησις, λίθους τρυπανισμοῦ Ἀκύλ. ἐν Ἡσ. ΝΔ΄, 12. (Παλ. Διαθ.), ἔνθα ἄλλως: γλυφῆς.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ τρυπανίζω
διάνοιξη οπής ή τρήματος με τρυπάνι, τρυπάνιση
νεοελλ.
ιατρ. εγχείρηση που συνίσταται στη διάνοιξη στομίου σε οστό το οποίο περιβάλλει οστική κοιλότητα, ανάτρηση.