πολύβροχος

From LSJ
Revision as of 10:42, 31 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́βροχος Medium diacritics: πολύβροχος Low diacritics: πολύβροχος Capitals: ΠΟΛΥΒΡΟΧΟΣ
Transliteration A: polýbrochos Transliteration B: polybrochos Transliteration C: polyvrochos Beta Code: polu/broxos

English (LSJ)

(A), ον, (βρέχω) A freshly infused several times, Dsc.1.128.6, al.
(B), ον, (βρόχος) A with many nooses, E.HF1035 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 660] 1) stark benetzt, Diosc. 1, 186. – 2) mit vielen Stricken (βρόχος), Eur. Herc. F. 1035.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβροχος: -ον, (βρέχω) ὁ πολὺ βεβρεγμένος, Διοσκ. 1, 186. ΙΙ. (βρόχος) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν βρόχων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1035.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
très humide.
Étymologie: πολύς, βρέχω.
2ος, ον :
formé de plusieurs lacets.
Étymologie: πολύς, βρόχος.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α
πολύ υγρός, πολύ βρεγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βροχος (< βρέχω), πρβλ. ημί-βροχος].
(II)
-ον, Α
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς βρόχους, από πολλές θηλειές
2. πολύπλοκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βρόχος «θηλειά, κόμπος» (πρβλ. εΰ-βροχος)].

Greek Monotonic

πολύβροχος: -ον, αυτός που έχει πολλές θηλειές, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύβροχος -ον [πολύς, βρόχος] met veel knopen.

Russian (Dvoretsky)

πολύβροχος: с многими петлями (πολύβροχ᾽ ἁμμάτων Eur.).

Middle Liddell

πολύ-βροχος, ον,
with many nooses, Eur.