Ἑλλάνιος
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
Dor. for Ἑλλήνιος.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλλάνιος: Δωρ. ἀντὶ τοῦ Ἑλλήνιος.
French (Bailly abrégé)
dor. c. Ἑλλήνιος.
English (Slater)
Ἑλλᾱνιος of Hellas, cult title of Zeus. (Αἴγινα) τάν ποτεὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες (Ἑλλήνιος δὲ Ζεὺς τιμᾶται ἐν Αἰγίνῃ παρὰ τῷ οὕτως Ἑλληνίῳ ἀκρωτηρίῳ καλουμένῳ. Σ.) (N. 5.10) ὦ Διὸς Ἑλλανίου φαεννὸν ἄστρον sc. Aigina (Pae. 6.125)
Greek Monotonic
Ἑλλάνιος: Δωρ. αντί Ἑλλήνιος.
Russian (Dvoretsky)
Ἑλλάνιος: дор. = Ἑλλήνιος.
Middle Liddell
[doric for Ἑλλήνιος.]