διφρευτής

From LSJ
Revision as of 21:00, 11 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διφρευτής Medium diacritics: διφρευτής Low diacritics: διφρευτής Capitals: ΔΙΦΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: diphreutḗs Transliteration B: diphreutēs Transliteration C: difreftis Beta Code: difreuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, charioteer, S.Aj.857.

German (Pape)

[Seite 645] ὁ, der Wagenlenker, Soph. Ai. 844.

Greek (Liddell-Scott)

διφρευτής: -οῦ, ὁ, διφρηλάτης, Σοφ. Αἴ. 857.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
conducteur d'un char.
Étymologie: διφρεύω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
auriga Ἥλιος S.Ai.857, Orph.H.8.6, Tz.Comm.Ar.2.521.8, Eust.Op.220.72.

Greek Monolingual

διφρευτής, ο (Α) διφρεύω
διφρηλάτης.

Greek Monotonic

διφρευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που οδηγεί άρμα, αρματηλάτης, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

διφρευτής: οῦ ὁ правящий колесницей, возница Soph.

Middle Liddell

n
a charioteer, Soph. [from διφρεύω

Translations

Catalan: cotxer, auriga; Coptic: ⲏⲛⲓⲟⲭⲟⲥ; Czech: vozataj; Dutch: wagenmenner; French: aurige; Galician: cocheiro, auriga; Ancient Greek: ἡνίοχος, ἀνίοχος, ὑφηνίοχος, ἡνιόχη, τροχηλάτης, ἡνιόστροφος, διφρευτής, διφρηλάτης, διφρελάτειρα, ἁρματηλάτης, ἁρμελάτης, ἁρμελατήρ, ἐλατήρ, διώξιππος, εἰσαφέτης, ἁρμάτων ἐπιστάτης, ἁρμάτων ἐπεμβάτης, ποιμὴν ὄχου, ἱππεύς, ἁμαξεύς, ἱπποκέλευθος; Hindi: सारथी; Indonesian: kusir; Irish: carbadóir; Latin: auriga, essedarius; Malayalam: സാരഥി; Russian: возничий; Spanish: cochero, auriga; Tamil: தேரோட்டி