σκυτοτομεῖον
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
τό, cobbler's, cobbler's shop, shoemaker's shop, Lys.24.20, Macho ap.Ath. 13.581d (v.l. σκυτοτόμιον).
German (Pape)
[Seite 909] τό, = σκυτοτόμιον, Lys. 24, 20.
Greek (Liddell-Scott)
σκῡτοτομεῖον: τό, τὸ ἐργαστήριον τοῦ σκυτοτόμου ἢ ὑποδηματοποιοῦ, Λυσ. 170. 9, Μάχων παρ’ Ἀθην. 581D (διάφορ. γραφ. -ιον).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
atelier ou boutique de cordonnier.
Étymologie: σκυτοτόμος.
Greek Monolingual
και σκυτοτόμιον, τὸ, Α σκυτοτόμος
το εργαστήρι του σκυτοτόμου, υποδηματοποιείο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκυτοτομεῖον -ου, τό [σκυτοτόμος] werkplaats of winkel van een schoenmaker, schoenmakerij.
Russian (Dvoretsky)
σκῡτοτομεῖον: τό сапожная мастерская Lys.
Translations
Finnish: suutari, suutarinverstas; French: cordonnerie; German: Schusterladen; Volapük: jukinägedöp