συναίρεση
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
η / συναίρεσις, -έσεως, ΝΜΑ συναιρώ
γραμμ. η συγχώνευση, μέσα σε μία λέξη, δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου σε μακρό φωνήεν ή δίφθογγο, π.χ. αγαπάω: αγαπώ, γέα: γῆ, τιμάεις: τιμᾷς
νεοελλ.
χημ. προοδευτική αποβολή του υγρού μέσου διασποράς από μια διογκωμένη πηκτή ως αποτέλεσμα ορισμένης μεταβολής τών φυσικών συνθηκών, όπως είναι η διαδικασία αποχωρισμού του ορού από έναν θρόμβο αίματος και ο αποχωρισμός του υδαρούς οπού του γάλακτος κατά την παρασκευή του τυριού
μσν.-αρχ.
1. συνάθροιση, άθροισμα
2. σύνθεση
αρχ.
1. το να παίρνει ή να σύρει κανείς προς το μέρος του κάτι, συμμάζεμα, συγκέντρωση («συναίρεσις καρπῶν», Αθήν.)
2. κλείσιμο («τῶν διοδευθησομένων χωρίων συναίρεσις», Σωρ.)
3. περιορισμός, σε αντιδιαστολή προς την αύξηση
4. (για διαστήματα και αποστάσεις) σμίκρυνση
5. γενίκευση.