δεινοπαθέω
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
complain loudly of sufferings, D.40.53, Telesp.58H., Plb.12.16.9, Luc.Syr.D.24; ἐπί τινι D.S.19.75, Plu.2.781a.
Spanish (DGE)
quejarse con vehemencia acompañado de cuasi sinón. σχετλιάζων καὶ δεινοπαθῶν D.40.53, οὐκ ἔκλαιε καὶ ἐδεινοπάθει Teles p.58, cf. D.H.4.85, Ps.Callisth.132.8, Procop.Arc.10.6, παρὼν καὶ δεινοπαθῶν D.S.12.24, cf. I.AI 1.312, Anon.in Rh.247.32, πρὸς μηδὲν ἀγανακτικῶς διατιθέμενον μηδὲ δεινοπαθοῦντα M.Ant.11.13, ἐδεινοπάθει καὶ ὠδύρετο D.C.46.53.3
•gener. τοῦ δὲ νεανίσκου δεινοπαθοῦντος Plb.12.16.9, κάρτα δὲ δεινοπαθέων Luc.Syr.D.24, μᾶλλον ... ἐδεινοπάθει Ach.Tat.6.5.3
•c. ἐπί y dat. quejarse mucho por ἐπὶ τῷ Κλείτου φόνῳ δεινοπαθοῦντα ... Ἀλέξανδρον a Alejandro que se quejaba mucho por la muerte de Clito Plu.2.781a, ἐπ' αὐτόν I.AI 1.312, οἱ δὲ ... πρεσβύτεροι δεινοπαθοῦντες ἐπὶ τῷ τὸν ... ἀδελφὸν ... μετέχειν τῆς ἀρχιερωσύνης I.AI 11.306, ὁ δὲ ἐπὶ τούτῳ δεινοπαθήσας Aesop.51.
German (Pape)
[Seite 538] Schreckliches erdulden, u. über sein Leid heftig klagen, Dem. 40, 53; Pol. 12, 16, 9 u. Sp.; ἐπί τινι D. Sic. 19, 75.
Greek (Liddell-Scott)
δεινοπᾰθέω: (παθεῑν) μεγαλοφώνως παραπονοῦμαι διὰ τὰ παθήματά μου, Δημ. 1023, ἐν τέλ., Πολύβ. 12. 6, 9· ἐπί τινι Διόδ. 19. 75, Πλούτ. 2.781Α. ― Τὸ οὐσιαστ. δεινοπάθεια κατακρίνεται ὡς εὐτελὲς ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ϛ΄, 201, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. τραγῳδία.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés., impf. et ao.
subir de mauvais traitements, être maltraité ou lésé ; se plaindre avec véhémence.
Étymologie: δεινός, πάθος.
Greek Monotonic
δεινοπᾰθέω: μέλ. -ήσω (παθεῖν), παραπονιέμαι μεγαλόφωνα για τις δυστυχίες μου, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
δεινοπᾰθέω:
1) тяжело страдать, быть глубоко потрясенным (ἐπί τινι Plut., Diod.);
2) горько сетовать, возмущаться, негодовать Dem., Polyb.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεινοπαθέω [δεινός, πάθος] zijn leed klagen.