δίοπος

From LSJ
Revision as of 10:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίοπος Medium diacritics: δίοπος Low diacritics: δίοπος Capitals: ΔΙΟΠΟΣ
Transliteration A: díopos Transliteration B: diopos Transliteration C: diopos Beta Code: di/opos

English (LSJ)

(A) [ῑ], ὁ, (διέπω) A ruler, commander, A.Pers.44 (anap.), E. Rh.741 (anap.); θεὸς δ. πάντων Ph.2.369, cf. 1.145. II captain of a ship, Hp.Epid.7.36, 5.74,EM18.28.
δίοπος (B) [ῐ], ον, (ὀπή) A with two holes, φῶτες IG4.1488.46 (Epid.); αὐλοί Ath.4.176f.

Spanish (DGE)

-ον
de dos aberturas, αὐλός Ath.176f
de una ventana doble o de dos luces δίοπα φώτα IG 4.1488.46 (Epidauro IV a.C.). < δίοπος διοπτάω > δίοπος, -ου, ὁ
1 jefe, gobernante gener. sin la autoridad máxima, de unos sátrapas βασιλῆς δίοποι A.Pers.44, cf. Fr.232
comandante δίοποι στρατιᾶς E.Rh.741
administrador ἐπιστάται δὲ καὶ δίοποι βασιλικοὶ καὶ ἀγελάρχαι Plu.Rom.6
de la divinidad ὁ δ. καὶ κυβερνήτης τοῦ παντὸς λόγος θεῖος Ph.1.145, cf. 2.369.
2 cierto inspector de un barco c. responsabilidades no determinadas τῷ ἐκ τοῦ μεγάλου πλοίου διόπῳ Hp.Epid.5.74, 7.36, οἱ τῆς νεὼς φύλακες EM α 266, δ.· ναύαρχος· ἐπιστάτης Hsch.
interpr. como διόπτης y en rel. c. la r. de ὄψομαι Hsch., cf. Poll.7.139, Ael.Dion.δ 26, Phot.δ 645.
• Etimología: Comp. de διά y de *sopo- que da lugar a mic. o-pa y a ἕπω q.u.

German (Pape)

[Seite 634] (διέπω), ὁ, Gebieter, Befehlshaber; βασιλῆς Aesch. Pers. 44; στρατιᾶς Eur. Rhes. 741; in sp. Prosa, καὶ ἐπιστάτης Plut. Rom. 6. Bei Hippocr. = Schiffsaufseher, Supercargo, vgl. Harpocr. u. διοπτεύω. zweilöcherig; αὐλοί Ath. IV, 176 f; vgl. Poll. 4, 77.

Greek (Liddell-Scott)

δίοπος: ὁ, (διέπω) κυβερνήτης, διοικητής, Αἰσχύλ. Πέρσ. 44, Εὐρ. Ρήσ. 741. ΙΙ. ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν φόρτωσιν πλοίου καὶ τὴν ἐπιτήρησιν τοῦ φορτίου, ἐπιστάτης κατὰ τὴν φόρτωσιν, φορτωτής, Ἐτυμ. Μ. 278, κτλ.· πρβλ. διοπεύω.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
surveillant ; chef ; particul. contremaître d'un navire.
Étymologie: διέπω.
2ος, ον :
percé de deux trous (flûte).
Étymologie: δίς, ὁπή.

Greek Monolingual

(I)
ο (AM δίοπος) διέπω
νεοελλ.
ναυτ. κατώτερος βαθμοφόρος του πολεμικού ναυτικού αντίστοιχος του δεκανέα του στρατού ξηράς
αρχ.-μσν.
1. κυβερνήτης
2. κυβερνήτης πλοίου
3. αυτός που επιστατεί στη φόρτωση πλοίου και επιτηρεί το φορτίο.
(II)
δίοπος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο τρύπες («δίοποι αὐλοί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + οπή].

Greek Monotonic

δίοπος: ὁ (διέπω), κυβερνήτης, διοικητής, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δίοπος: ὁ осуществляющий надзор, т. е. предводитель, начальник (δίοποι βασιλῆς Aesch. и βασιλικοί Plut.; δίοποι στρατιᾶς Eur.).

Frisk Etymological English

Etymology: From διέπω, s. ἕπω
See also: From διέπω, s. ἕπω

Middle Liddell

δίοπος, ὁ, n διέπω
a ruler, commander, Aesch., Eur.

Frisk Etymology German

δίοπος: {díopos}
Grammar: m.
Meaning: Aufseher, Gebieter, Befehlshaber (Hp., A., E. u. a.);
Derivative: davon διοπεύω Befehlshaber sein, ein Schiff führen (Test. ap. D.).
Etymology: Von διέπω, s. ἕπω.
Page 1,396