δακρυπλώω

From LSJ
Revision as of 10:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακρυπλώω Medium diacritics: δακρυπλώω Low diacritics: δακρυπλώω Capitals: ΔΑΚΡΥΠΛΩΩ
Transliteration A: dakryplṓō Transliteration B: dakryplōō Transliteration C: dakryploo Beta Code: dakruplw/w

English (LSJ)

(πλέω) swim with tears, of drunken men, Od.19.122.

Spanish (DGE)

navegar en un mar de lágrimas δακρυπλώειν βεβαρηότα με φρένας οἴνῳ que ... con la cabeza pesada por el vino navego en un mar de lágrimas, Od.19.122, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 519] eigtl. in Thränen schwimmen; von Trunkenen, denen die Augen übergehen; Od. 19, 122 φῇ δὲ δακρυπλώειν βεβαρηότα με φρένας οἴνῳ, ἅπαξ εἰρημέν.

Greek (Liddell-Scott)

δακρυπλώω: (πλέω) πλέω, κολυμβῶ εἰς τὰ δάκρυα, ἐπὶ μεθύσων, Ὀδ. Τ. 122· ἡ κατὰ διάστασιν γραφὴ ὀρθοτέρα.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. inf.
nager dans les larmes en parl. d'un homme ivre, dont les yeux sont humides.
Étymologie: δάκρυ, πλόος.

English (Autenrieth)

swim with tears; of effect of intoxication on the eyes, Od. 19.122†. (Also written as two words.)

Greek Monolingual

δακρυπλώω (Α)
(για μεθυσμένους) πλέω, κολυμπώ στα δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + πλώω «κολυμπώ, πλέω»].

Greek Monotonic

δακρυπλώω: (πλέω), «κολυμπώ στα δάκρυα», πλέω στα δάκρυα, είμαι βουτηγμένος στα δάκρυα, λέγεται για μέθυσους, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

δακρυπλώω: обливаться (пьяными) слезами Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακρυπλώω [δάκρυ, πλέω] in tranen zwemmen:. δακρυπλώειν βεβαρηότα... οἴνῳ overmand door wijn de ogen vol tranen hebben Od. 19.122.

Middle Liddell

πλέω
to swim with tears, of a drunkard, Od.