διαμηχανάομαι

From LSJ
Revision as of 10:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart

Menander, Monostichoi, 454
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμηχᾰνάομαι Medium diacritics: διαμηχανάομαι Low diacritics: διαμηχανάομαι Capitals: ΔΙΑΜΗΧΑΝΑΟΜΑΙ
Transliteration A: diamēchanáomai Transliteration B: diamēchanaomai Transliteration C: diamichanaomai Beta Code: diamhxana/omai

English (LSJ)

bring about, contrive, δ. ὅπως… Ar.Eq.917; δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς Ἅιδου Pl.Smp.179d.

Spanish (DGE)

(διαμηχᾰνάομαι) 1 c. dif. complet. esforzarse por, intentar por todos los medios que c. inf. δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς ᾍδου Pl.Smp.179d, ἔξω περισπᾶν Plu.Cat.Mi.19, cf. Ant.24, c. interr. δ. τίνα τρόπον ἀνασοβήσοι με Pl.Ep.348a, c. ὅπως: διαμηχανήσομαί θ' ὅπως ἂν ἱστίον σαπρὸν λάβῃς Ar.Eq.917, τοῦτ' αὐτὸ δ. ὅπως ἂν γίγνηται Pl.Lg.746c, cf. Smp.213c, Lib.Ep.92.
2 c. compl. en ac. idear, inventar τοῦτο Plu.Cat.Mi.34, πολλὰ ... πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλεξητήρια D.H.1.27, tb. c. gen. προφάσεως Hom.Clem.19.20.
3 emplear, utilizar en v. pas. διαμεμηχάνεται δὲ καί τινα ἐν τῇ σκηνῇ Anon.Trag.23.

German (Pape)

[Seite 590] dep. med., aussinnen, bewerkstelligen, c. inf., Plat. Conv. 179 d; ὅπως, 213 u. öfter; Ar. Equ. 917 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαμηχᾰνάομαι: ἀποθ., ἐφευρίσκω, κατορθώνω, ἐπινοῶ, δ. ὅπως… Ἀριστοφ. Ἱππ. 917· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Συμπ. 179D.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
essayer par toutes sortes de moyens.
Étymologie: διά, μηχανάω.

Greek Monotonic

διαμηχᾰνάομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., εφευρίσκω, μηχανεύομαι, κατορθώνω, επινοώ, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διαμηχᾰνάομαι: постоянно затевать, усиленно выдумывать, изобретать всяческие способы (ποιεῖν τι Plat., Plut.): διαμηχανήσομαι ὅπως ἂν … Arph. я уж устрою так, чтобы ….

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-μηχανάομαι uitproberen, verzinnen.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep. to bring about, contrive, Ar., Plat.