δουρικλειτός
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ον, famed for the spear, Homeric epithet of heroes, Il.5.55, Od.15.52.
Spanish (DGE)
(δουρῐκλειτός) -όν
• Alolema(s): δορι- Epic.Alex.Adesp.SHell.922.9
• Morfología: [gen. -οιο Epic.Alex.Adesp.l.c.]
famoso por su lanza epít. de héroes Μενέλαος Il.5.55, Od.15.52, 17.116, Hes.Fr.175.1, Διομήδης Il.11.333, Λάαγος Epic.Alex.Adesp.l.c.
German (Pape)
[Seite 663] speerberühmt; Homer Ἀτρείδης δουρικλειτὸς Μενέλαος Iliad. 5, 55. 578 Odyss. 15, 52; vgl. δουρικλυτός.
Greek (Liddell-Scott)
δουρικλειτός: -όν, παφημισμένος διὰ τὸ δόρυ, Ὁμηρ. ἐπίθ, τῶν ἡρώων, Ἰλ. Ε. 55, Ὀδ. Ο. 52· -οὕτω καὶ δουρικλῠτός, όν, Ὅμ., ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 85 γράφεται δουρικλύτοις. ουχὶ -κλυτοῖς· - οὐδὲν θηλ. ἢ οὐδετ. εὑρίσκεται. - Πρβλ. Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λ. τηλεκλειτός.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
fameux par sa lance, càd dans les combats.
Étymologie: δόρυ, κλειτός.
English (Autenrieth)
and δουρι-κλυτός: renowned in the use of the spear.
Greek Monolingual
δουρικλειτός και δουρικλυτός, -ή, -όν (Α)
περίφημος, ονομαστός στο δόρυ, ικανός πολεμιστής.
Greek Monotonic
δουρικλειτός: και δουρι-κλῠτός, -όν, φημισμένος για τη χρήση του δόρατος, ξακουστός, περίφημος πολεμιστής, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
δουρικλειτός: adj. m знаменитый (своим) копьем, т. е. покрытый воинской славой Hom.
Middle Liddell
adj adj
famed for the spear, Hom.