βαρύσταθμος
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ον, weighing heavy, Ar.Ra.1397, Canthar.2, Arist.EN1142a22; νόμισμα Plu.Lys.17.
Spanish (DGE)
(βᾰρύσταθμος) -ον
muy pesado ἕτερον ... ζήτει τι τῶν βαρυστάθμων Ar.Ra.1397, πράγματα Ar.Fr.415, cf. Canthar.2, ὕδατα Arist.EN 1142a22, νόμισμα Plu.Lys.17
•neutr. subst. τὸ βαρύσταθμον la pesadez τοῦ πεπέρεως Gal.14.75.
German (Pape)
[Seite 435] schwer wiegend, Ar. Ran. 1393; ὕδατα Arist. Eth. 6, 8; νόμισμα Plut. Lys. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pèse lourdement, lourd, pesant.
Étymologie: βαρύς, στάθμη.
Greek Monolingual
βαρύσταθμος, -ον (Α)
αυτός που βαραίνει στο ζύγι, βαρύς.
Greek Monotonic
βᾰρύσταθμος: -ον, αυτός που ζυγίζει βαριά, βαρύς, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
βαρύσταθμος: тяжеловесный, тяжелый Arph., Arst., Plut.
Middle Liddell
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρύσταθμος -ον βαρύς, στάθμη zwaarwegend, gewichtig (van een versregel).