ἀμάλακτος

From LSJ
Revision as of 12:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμάλακτος Medium diacritics: ἀμάλακτος Low diacritics: αμάλακτος Capitals: ΑΜΑΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: amálaktos Transliteration B: amalaktos Transliteration C: amalaktos Beta Code: a)ma/laktos

English (LSJ)

ον, (μαλάσσω) A that cannot be softened, intractable, of materials, Arist. Mete.385a13; ἄτηκτα καὶ ἀμάλακτος 388b25. 2 unmitigated, τὸ ψυχρόν Plu.2.953e: metaph. of expression, harsh, Longin.15.5. II unfeeling, Sch.S.Aj.776.

Spanish (DGE)

-ον
I no suavizado τὸ ψυχρόν Plu.2.953e, σώματα Gal.7.40.
II 1no maleable, duro de materias, Arist.Mete.385a13, 388b25
de pers. inexorable Sch.S.Ai.776, Olymp.M.93.568D
τὸ ἀμάλακτον = inexorabilidad Gr.Nyss.Hom.in Cant.110.2.
2 ret., de la expresión duro, áspero Longin.15.5.

German (Pape)

[Seite 115] unerweichlich, hart, Sp.

Greek Monolingual

και -χτος και -γος, -η, -ο (AM αμάλακτος, -ον)
αυτός που δεν μαλάσσεται, που δεν μπορεί κανείς να τον κατεργαστεί, ο σκληρός
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μαλάχτηκε με ζύμωση ή άλλη επεξεργασία, ο αμαλάκωτος
2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν γνώρισε ερωτικές θωπείες, άθικτος, ανέπαφος
μσν.
αυτός που δεν έχει αισθήματα, σκληρός, άκαμπτος
αρχ.
1. αμετρίαστος, απόλυτος
2. άκαμπτος, σκληρόκαρδος
3. (για έκφραση ή ομιλία) αδούλευτος, τραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + μαλάσσω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμαλαξιά].

Russian (Dvoretsky)

ἀμάλακτος: (μᾰ)
1) не поддающийся размягчению (κέρας Arst.);
2) неослабевающий (τὸ ψυχρόν Plut.).