ἀμφιπλίξ
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
Adv. astride: hence, gripping with coils, of serpents, S.Fr.596.
Spanish (DGE)
adv. retorcido, enroscado δράκοντε θαιρὸν ἀμφιπλὶξ εἰληφότε dos serpientes enroscadas al eje del carro entregado por Deméter a Triptólemo, S.Fr.596.
German (Pape)
[Seite 142] umschreitend, mit ausgespreizten Schenkeln, VLL. aus Soph. Triptol. frg. 538.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπλίξ: ἐπίρρ., μὲ πλῆρες βῆμα, μὲ μακροὺς βηματισμούς, διασκελισμούς, Σοφ. Ἀποσπ. 538.
Greek Monolingual
ἀμφιπλίξ επίρρ. (Α)
1. ιππαστί, καβαλικευτά, με ανοιχτά σκέλη
2. (για ερπετά) αρπάζοντας κάτι με κουλουριάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πλίξ «βήμα» < πλίσσομαι «βαδίζω με μεγάλο διασκελισμό»].