ἀνανέω

From LSJ
Revision as of 13:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνανέω Medium diacritics: ἀνανέω Low diacritics: ανανέω Capitals: ΑΝΑΝΕΩ
Transliteration A: ananéō Transliteration B: ananeō Transliteration C: ananeo Beta Code: a)nane/w

English (LSJ)

come to the surface, Ael.NA5.22.

Spanish (DGE)

salir a la superficie, nadar hacia arriba ἐς τοὺς ψυκτῆρας ὅταν οἱ μύες ἐμπέσωσιν ἀνανεῦσαι ... οὐ δυνάμενοι Ael.NA 5.22, cf. Batr.220.

German (Pape)

[Seite 199] (s. νέω), heraufschwimmen, emportauchen, Ael. H. A. 5, 20; sich erholen, ἀπό τινος, Dio Chrys. I. 164.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανέω: ἐξ οὗ τὰ παρ’ Ἡσυχίῳ: «ἀνανέσαι, καταστῆσαι, Κρῆτες» καὶ «ἀνανῆσαι, σφάξαι». μέλλ. -νεύσομαι, ἀναθέω, ἀνέρχομαι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, Λατ. emergere, Αἰλ. περὶ Ζ. 5. 20: ἐντεῦθεν, ἀναλαμβάνω, Δίων Χρυσ.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀνένευσα;
remonter sur l'eau.
Étymologie: ἀνά, νέω.

Greek Monolingual

ἀνανέω (ΑΜ)
έρχομαι στην επιφάνεια, ανέρχομαι, αναδύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + νέω «πλέω, κολυμπώ».
ΠΑΡ. ἀνάνευσις (ΙΙ)].

Russian (Dvoretsky)

ἀνανέω: выплывать на поверхность (κάππεσε δ᾽, οὐδ᾽ ἀνένευσεν Batr.).