ἀντιπνέω

From LSJ
Revision as of 13:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπνέω Medium diacritics: ἀντιπνέω Low diacritics: αντιπνέω Capitals: ΑΝΤΙΠΝΕΩ
Transliteration A: antipnéō Transliteration B: antipneō Transliteration C: antipneo Beta Code: a)ntipne/w

English (LSJ)

of winds, A blow against, πρός τι Arist.Pr.940b34; ἀλλήλοις Thphr. Vent.53: impers., ἀντιπνεῖ, διὰ τὸ ἀντιπνεῖν Arist.Mete.370b22. 2 to be adverse or contrary, Ph.1.593, Plu.Cic.32, Luc.Nav.7: metaph. of fortune, Plb.25.3.9, Clitomachus ap. Stob.4.41.29: c. dat., Luc. Tox.7. 3 trans., πνεῦμα ταῖς ναυσί Plu.2.309b.

Spanish (DGE)

I intr.
1 de los vientos c. dat. o πρός y ac. soplar contra πρὸς ὄρη Arist.Pr.940b34, ἀλλήλοις Thphr.Vent.54, Ζεφύρῳ Musae.316, abs. διὰ τὸ ἀντιπνεῖν por soplar en contra Arist.Mete.370b22, ἀντιπνεύσαντος πελαγίου habiendo soplado un viento marino contrario Plu.Cic.32, cf. Hermol.Lyr.1.5, Luc.Nau.7.
2 fig. ser adverso o contrario τὰ γὰρ ἀντιπνέοντα πολλά, βασκανία, φθόνοι ... Ph.1.593, de la fortuna ὅτε δὲ πάλιν τὰ τῆς τύχης ἀντέπνευσε Plb.25.3.9, cf. Clitom. en Stob.4.41.29, c. dat., Luc.Tox.7.
II tr. c. ac. hacer soplar contra ἡ δὲ πνεῦμα ἀντέπνευσε ταῖς ναυσί ella (Vesta) envió un viento adverso contra las naves Plu.2.309a.

German (Pape)

[Seite 259] (s. πνέω), entgegenwehen, Plut. Cic. 32; übh. entgegensein, vom Schicksal, zuwider sein, Pol. 26, 5. Vgl. ἀντιπλέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπνέω: μέλλ. -πνεύσομαι, ἐπὶ ἀνέμων, πνέω πρὸς μέρος τι Ἀριστ. Προβλ. 26. 7: ― ἀπρόσωπ., ἀντιπνεῖ, πνέει ἐναντίος ἄνεμος, ἢ διὰ στενότητα ἢ διὰ τὸ ἀντιπνεῖν ὁ αὐτ. Μετεωρ. 3. 1, 4. 2) ἐπίσης ἐπὶ ἀνέμων, πνέω ἐκ τοῦ ἐναντίου μέρους, πνέω ἐναντίον, ἀντιπνεύσαντος πελαγίου Πλουτ. Κικ. 32, Λουκ. Πλοῖον 7: ― μεταφορ., ἐπὶ τῆς τύχης, εἶμαι ἐναντίος, ὅτι δὲ πάλιν τὰ τῆς τύχης ἀντέπνευσε Πολύβ. 26. 5, 9· τοῖς εὖ παθοῦσιν ἀντιπνεύσασ’ ἡ τύχη Ποιητὴς ἐν Στοβ. Ἀνθολ. 562. 19· μετὰ δοτ., εἰ δέ τι καὶ μικρὸν ἀντιπνεύσῃ αὐτοῖς Λουκ. Τόξ. 7, πρβλ. οὐρίζω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 souffler en sens contraire;
2 fig. être contraire ou opposé.
Étymologie: ἀντί, πνέω.

Greek Monolingual

ἀντιπνέω (AM)
1. πνέω αντίθετα
2. (για την τύχη) αντιστρατεύομαι, είμαι δυσμενής
αρχ.
«ἀντιπνέω πρός τι» — φυσάω προς ορισμένη κατεύθυνση.

Greek Monotonic

ἀντιπνέω: μέλ. -πνεύσομαι, για ανέμους, είμαι αντίθετος, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπνέω:
1) дуть в противоположную сторону или навстречу (ἄνεμοι πρὸς ὄρη ἀντιπνέουσιν Arst.);
2) складываться неблагоприятно (τινι Luc.; τὰ τῆς τύχης ἀντέπνευσε Polyb.);
3) (о встречном ветре), насылать (πνεῦμα ταῖς ναυσίν Plut.): ἀντιπνεύσαντος πελαγίου Plut. так как с моря дул встречный ветер.

Middle Liddell

of winds to be contrary, Plut., Luc.