ἀντιπέρα

From LSJ
Revision as of 13:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπέρᾱ Medium diacritics: ἀντιπέρα Low diacritics: αντιπέρα Capitals: ΑΝΤΙΠΕΡΑ
Transliteration A: antipéra Transliteration B: antipera Transliteration C: antipera Beta Code: a)ntipe/ra

English (LSJ)

Adv. for ἀντιπέρᾱν, Plb.1.17.4 (dub.): c. gen., ἀ. τῆς Γαλιλαίας Ev.Luc.8.26: proparox. in Hsch.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀντίπερα Hsch., Plb.4.57.5; ἀντιπέλ(α) POxy.141.5 (VI d.C.)
adv. al otro lado ἡ ἀντίπερα χώρα Plb.l.c., cf. 3.43.1, 5.48.4, POsl.26.8 (V d.C.)
c. gen. ἀντιπέρα τῆς Γαλιλαίας Eu.Luc.8.26, cf. ἀντιπέρας.

German (Pape)

[Seite 258] p. = ἀντιπέραν, doch auch Pol. οἱ ἀντιπέρα βάρβαροι 3. 43.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπέρᾱ: ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ἀντιπέρᾱν, Πολύβ. 1. 17, 4, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. ἀντιπέραν.

Greek Monolingual

(Α ἀντίπερα, -πέραν, -πέρην, -πέρας
Μ ἀντιπέραν κ. ἀντίπεραν)
επίρρ. στο απέναντι μέρος, στην απέναντι όχθη ή ακτή, αντίκρυποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω για να περάσω αντίπερα»).
αρχ.
ως επίθ. «Ἀσίδα τ' ἀντιπέρην τε» — την ασιατική και την απέναντι ακτή.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπέρᾰ: Polyb. = ἀντιπέρας.

Middle Liddell

the opposite coast, Mosch.

Chinese

原文音譯:¢ntipšran 安提-胚嵐
詞類次數:介詞(1)
原文字根:交換-那邊
字義溯源:在對面,在另一邊,相對,對面;由(ἀντί)*=相對,交換)與(πέραν)=那邊,經過)組成;其中 (πέραν)又出自(πειράω)X*=刺透)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 對面(1) 路8:26