ἀντιπέρα
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
English (LSJ)
Adv. for ἀντιπέρᾱν, Plb.1.17.4 (dub.): c. gen., ἀ. τῆς Γαλιλαίας Ev.Luc.8.26: proparox. in Hsch.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀντίπερα Hsch., Plb.4.57.5; ἀντιπέλ(α) POxy.141.5 (VI d.C.)
adv. al otro lado ἡ ἀντίπερα χώρα Plb.l.c., cf. 3.43.1, 5.48.4, POsl.26.8 (V d.C.)
•c. gen. ἀντιπέρα τῆς Γαλιλαίας Eu.Luc.8.26, cf. ἀντιπέρας.
German (Pape)
[Seite 258] p. = ἀντιπέραν, doch auch Pol. οἱ ἀντιπέρα βάρβαροι 3. 43.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπέρᾱ: ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ἀντιπέρᾱν, Πολύβ. 1. 17, 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
c. ἀντιπέραν.
Greek Monolingual
(Α ἀντίπερα, -πέραν, -πέρην, -πέρας
Μ ἀντιπέραν κ. ἀντίπεραν)
επίρρ. στο απέναντι μέρος, στην απέναντι όχθη ή ακτή, αντίκρυ («ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω για να περάσω αντίπερα»).
αρχ.
ως επίθ. «Ἀσίδα τ' ἀντιπέρην τε» — την ασιατική και την απέναντι ακτή.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπέρᾰ: Polyb. = ἀντιπέρας.
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:¢ntipšran 安提-胚嵐
詞類次數:介詞(1)
原文字根:交換-那邊
字義溯源:在對面,在另一邊,相對,對面;由(ἀντί)*=相對,交換)與(πέραν)=那邊,經過)組成;其中 (πέραν)又出自(πειράω)X*=刺透)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 對面(1) 路8:26