ἁλμυρίζω
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
English (LSJ)
to be saltish, Arist.HA613a3; πρὸς τὴν γεῦσιν Dsc.2.129.
Spanish (DGE)
ser salobre γῆ Arist.HA 613a3, πρὸς τὴν γεῦσιν Dsc.2.129.
German (Pape)
[Seite 108] salzig sein, schmecken, Arist. bei Ath. IX, 394 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλμυρίζω: ἔχω ἁλμυρὰν γεῦσιν, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 6, 5, Διοσκ. 2. 156.
Greek Monolingual
(Α ἁλμυρίζω
Ν και αρμυρίζω) ἁλμυρός
έχω αλμυρή γεύση, είμαι αλμυρός
νεοελλ.
Ι ενεργ.
1. γίνομαι αλμυρός
3. γεύομαι κάτι για πρώτη φορά
4. κάνω κάτι αλμυρό
5. κάνω κάποιον να γευτεί κάτι αλμυρό
6. ποτίζω τα ζώα με θαλασσινό νερό ή τά ταΐζω με αρμυρήθρα
7. (ενεργ. -μέσ.) (για ζώα) τρώγω αλάτι
ΙΙ μέσ.
1. αισθάνομαι δίψα, γιατί έφαγα αλμυρή τροφή
2. δοκιμάζω, αισθάνομαι ευχαρίστηση.