ἐγκεντρίς

From LSJ
Revision as of 15:24, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκεντρίς Medium diacritics: ἐγκεντρίς Low diacritics: εγκεντρίς Capitals: ΕΓΚΕΝΤΡΙΣ
Transliteration A: enkentrís Transliteration B: enkentris Transliteration C: egkentris Beta Code: e)gkentri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A sting, Ar.V.427. 2 goad, X.Cyn.6.1, Pl.Com.40; also, spur, Pherecr.48. 3 pointed stile for writing, Poll.8.16, Aristaenet.1.20. 4 spike worn on the leg for climbing, περιθέμενον . . ἐγκεντρίδας ἀναδραμεῖν εἰς τοὺς τοίχους Arist.Fr.84.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
1 objeto punzante, aguijón Ar.V.427, 1073
aguijón, pincho para proteger a los perros de caza, X.Cyn.6.1, Poll.5.55, 56
aguijada ἐγκεντρίδας ἐπὶ τῇ τῶν ὑποζυγίων χρήσει Pl.Com.40
punzón para escribir en tablillas enceradas, empleado para votar en los tribunales aten., Poll.8.16, Phot.ε 971.
2 plu. espuelas sujetas a las extremidades ἐγκεντρίδας δέ, ἃς τοῖς ποσὶ κατὰ τὰς πτέρνας οἱ ἱππεύοντες περιεδοῦντο Pherecr.54, cf. Eust.811.40
crampones ἐγκεντρίδας ὑποδησάμενος καὶ τοὺς σπόγγους λαβὼν ἀνέβη τε ῥᾷστα Arist.Fr.84, cf. Aristaenet.1.20.9, Eust.811.41.

German (Pape)

[Seite 707] ίδος, ἡ, 1) der Stachel, der Wespen, Ar. Vesp. 427; eiserne, Xen. Cyn. 6, 1; Sporn, Pherecr. bei Poll. 10, 54; Eust. Bes. ein Fußstachel, um sich beim Klettern festzuhalten, Aristaen. 1, 20 u. a. Sp. – 2) der Griffel zum Schreiben, Poll. 8, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκεντρίς: -ίδος, ἡ, (κέντρον) «κεντρί», οἷον τὸ τῶν σφηκῶν καὶ μελισσῶν, σκορπίων, κτλ., Ἀριστοφ. Σφ. 427. 2) κέντρον πρὸς ἐξανάγκασιν εἰς ἐργασίαν, οἷον τὸ βούκεντρον (κονῶς «φκέντρι») Ξεν. Κυν. 6. 1, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 14. Ὡσαύτως πτερνιστήρ, ἐγκεντρίδας δὲ τοῖς ποσὶ κατὰ τὰς πτέρνας οἱ ἱππεύοντες περιεδοῦντο Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 10. 3) εἶδος γραφίδος ληγούσης εἰς ὀξύ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πολυδεύκους. 4) εἶδος λογχοειδοῦς σιδηρίου ἐφαρμοζομένου εἰς τὸν πόδα ὅπως βοηθῇ εἰς ἀνάβασιν τοίχων, περιθέμενον... ἐγκεντρίδας ἀναδραμεῖν εἰς τοὺς τοίχους Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 73, πρβλ. Ἀρισταιν. Ἐπιστ. 1. 20.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 aiguillon;
2 éperon;
3 pointe de fer qu’on fixe aux pieds pour grimper, crampon.
Étymologie: ἐν, κέντρον.

Greek Monotonic

ἐγκεντρίς: -ίδος, ἡ (κέντρον), κεντρί εντόμων, σε Αριστοφ.· βούκεντρο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκεντρίς: ίδος ἡ1) жало Arph.;
2) острие, шип Xen., Arst.

Middle Liddell

ἐγ-κεντρίς, ίδος κέντρον
a sting, Ar.: a goad, Xen.