ἐξαυλίζομαι

From LSJ
Revision as of 16:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαυλίζομαι Medium diacritics: ἐξαυλίζομαι Low diacritics: εξαυλίζομαι Capitals: ΕΞΑΥΛΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: exaulízomai Transliteration B: exaulizomai Transliteration C: eksavlizomai Beta Code: e)cauli/zomai

English (LSJ)

leave one's quarters, ἐ. εἰς κώμας go out of camp into villages, X.An.7.8.21; -ισάμενοι ἀνεμένομεν v.l. in Luc.VH1.37.

Spanish (DGE)

I 1levantar el campamentoἈσιδάτης ... ἐξαυλίζεται εἰς κώμας Asidates levanta el campamento en dirección a unas aldeas X.An.7.8.21.
2 acampar ἡμεῖς δὲ τὴν ἔφοδον ὑποπτεύοντες ἐξαυλισάμενοι ἀνεμένομεν Luc.VH 1.37 (cód.)
en perf. pas. estar situado fuera ἦσαν ἀλλογενεῖς καὶ τῆς ἐξ Ἰσραὴλ ἀγέλης ἐξηυλισμένοι Cyr.Al.M.69.596C.
II ref. a la madera desbastar, part. perf. pas., de troncos desgastados κατάξηρα καὶ ἐξαυλισμένα glos. a αὖα πάλαι Sch.Od.5.240.

German (Pape)

[Seite 874] dep. pass., aus dem Quartier aufbrechen, ausrücken, Xen. An. 7, 8, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαυλίζομαι: ἀποθ., ἐξέρχομαι τῆς αὐλῆς ἐν ᾗ διέμενον, ἐπὶ στρατοῦ, ἐξαυλισάμενοι ἀνεμένομεν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α. 37 (διαφ. γρ. ἐξοπλισάμενοι)· ὁ δὲ Ἀσιδάτης... ἐξαυλίζεται εἰς κώμας ὑπὸ τὸ Παρθένιον πόλισμα ἐχούσας, κατέλιπε τὴν θέσιν του καὶ ὑπῆγε καὶ ηὐλίσθη, κατέλυσεν εἰς κώμας, κτλ., Ξεν. Ἀν. 7. 8, 21.

French (Bailly abrégé)

changer de campement ou de quartier, décamper.
Étymologie: ἐξ, αὐλίζομαι.

Greek Monolingual

ἐξαυλίζομαι (AM) αυλίζομαι
βγαίνω από το στρατόπεδο και καταλύω κάπου («ἐξαυλίζεται εἰς κώμας», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἐξαυλίζομαι: μέλ. -ίσομαι, αποθ., εγκαταλείπω το σημείο στρατοπέδευσης, εξέρχομαι από το στρατόπεδο προς την πόλη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαυλίζομαι: выселяться, воен. выступать (с места стоянки), переносить свою стоянку (εἰς κώμας τινάς Xen.).

Middle Liddell

fut. ίσομαι
Dep. to leave one's quarters, to go out of camp into villages, Xen.