ἄτρεπτος

From LSJ
Revision as of 16:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτρεπτος Medium diacritics: ἄτρεπτος Low diacritics: άτρεπτος Capitals: ΑΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: átreptos Transliteration B: atreptos Transliteration C: atreptos Beta Code: a)/treptos

English (LSJ)

ον, A unchangeable, opp. παθητός, οὐσία Chrysipp.Stoic. 2.158; unmoved, inflexible, Arist.Mu.401b19; irreparable, φόνος A.R. 4.704; Μοῖρα IG9(2).317, cf. 14.1839; ἀτρέπτους κἀπαραιτήτους Phld. D.1.18; ἄ. τὸ πρόσωπον Luc.VH2.23; ἄ. πρὸς κινδύνους J.BJ7.8.7; πρὸς τὸ κακῶς ἀκούειν indifferent to ill-repute, not caring, Plu.Alc.13. Adv. -τως Ph.2.87, J.BJ7.9.1; without hesitation, D.S.34.2, Ael. NA17.17:—also ἀτρεμ-πτί, Hdn.Epim.256. II Medic., of food, undigested, Aret.SD1.16, Gal.16.800.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inmutable, inalterable de cosas y abstr. op. παθητός: ἡ οὐσία Chrysipp.Stoic.2.158, φύσις Ph.1.78, τὸ ὕδωρ Plu.2.725b, τὸ ὄν Numen.8, ἢν φλεγμαίνῃ ... τὸ ἧπαρ ... ἄτρεπτον δὲ τὸ ἐς ἐργασίην ἔῃ Aret.SD 1.15.2, ἡ ποιότης Aristid.Quint.131.22, τὰ ... συμβαίνοντα Aristid.Quint.131.26, ἡ ψυχή Ast.Am.Hom.9.8.1, μίαν ... ἄτρεπτον καὶ ἄχρονον ζωὴν διδόντας Plot.4.4.10, ἐξ ἀτρέπτου ... καὶ ἀεὶ ὡσαύτως μένοντος οὐκ ἂν γεννηθείη τι S.E.M.10.334
firme, constante φρόνημα I.BI 7.370, προαίρεσις Plu.2.799b, αἴσθησις S.E.M.7.160, τὸ δοξάζειν Plot.3.6.4, νοῦς Philostr.Her.46.18, νεύματα Nonn.D.17.49
de pers. impasible, indiferente οὐδεὶς ἄ. Sm.Ib.15.15, ἄ. ... πρὸς τὸ κακῶς ἀκούειν Plu.Alc.13, τὸ πρόσωπον ἄ. ἦν de Sócrates, Luc.VH 2.23, Μοῖρα Ἄ. Theol.Ar.5, cf. Ph.1.72, Polyaen.2.1.14, IG 9(2).317.2 (Tesalia III d.C.), Hld.2.24.6, Procop.Arc.13.16, frec. en lit. crist. de Dios, Iust.Phil.M.6.1284A, de la naturaleza divina ἡ τοῦ θεοῦ φύσις ... ἄ. Epiph.Const.Haer.69.26, cf. Cyr.Al.M.74.965A, de la Trinidad y sus personas, Ath.Al.M.26.49B, Origenes Io.6.38, ὁ δὲ υἱὸς ... ἄ. ἐξ ἀτρέπτου Ath.Al.M.25.205A, 26.542A, ἄ. ζωή Origenes Io.2.17
c. gen. indiferente ante Ἡρακλῆς μὲν ἄ. μένει τοῦ θεάματος Philostr.Im.2.15.4
subst. τὸ ἄ. inmutabilidad ὥσπερ θεοῦ τὸ ἄτρεπτον εἶναι Ph.1.72, κατέχειν δὲ μόνον αὐτοῦ τὸ μεγαλουργὸν καὶ ἄτρεπτον Agath.5.18.6, cf. Clem.Al.Strom.1.24.163, Ath.Al.M.26.592B.
2 que no admite cambio, irreparable ἐπεὶ τὰ παρελθόντα πάντα ἄτρεπτά ἐστι Arist.Mu.401b19, ἀτρέπτοιο λυτήριον ... φόνοιο A.R.4.704.
3 no transformado, no digerido ἡ τροφὴ ἄπεπτος, ἄ. Aret.CD 2.7.1, ὠμῶν δὲ καὶ ἀτρέπτων ἡ ἀνάδοσις Aret.SD 1.16.2, οὐ μόνον ἀτρέπτων καὶ ἀμεταβλήτων κατὰ ποιότητα μεινάντων Gal.16.800.
II adv. -ως
1 inmutablemente ἀ. ἔχει Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1284A
inflexible, rígidamente, inexorablemente οἱ δὲ ἀ. πάντας φονεύσαντες I.BI 7.396, ἀ. καὶ ἀπαραιτήτως ἔχει Ph.2.87, ἀ. ... ὑπομεῖναι τῷ ἐλέει τοῦ Θεοῦ Basil.Ep.79.
2 sin vacilación τοῦ δὲ ἀ. πάντα διηγομένου D.S.34/35.2, cf. Ph.1.112, (μῦς) μάλα ἀ. ἐπινήχεσθαι Ael.NA 17.17.

German (Pape)

[Seite 388] unverwandt, unerschütterlich, πρόσωπον Plut. Poplic. 17; τὸ πρ. ἄτρεπτος ἦν, er veränderte keine Miene, Luc. Ver. H. 2, 23; πρὸς τὸ κακῶς ἀκούειν, er lehrte sich nicht daran, Plut. Alc. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne se détourne pas, immobile, immuable;
2 fig. qui ne s'émeut pas, indifférent.
Étymologie: , τρέπω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτρεπτος, -ον) τρέπω
1. αμετάτρεπτος, αμετάβλητος
2. άκαμπτος, σταθερός, αλύγιστος
αρχ.-μσν.
επίρρ. ἀτρέπτως
χωρίς μεταβολή
αρχ.
1. ανεπανόρθωτος
2. αυτός που δεν δίνει σημασία, αδιάφορος σε κάτι
3. ο δίχως δισταγμό, ο αδίστακτος
4. αχώνευτος, άπεπτος.

Greek Monotonic

ἄτρεπτος: -ον (τρέπω), ακίνητος, άκαμπτος, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἄτρεπτος: неподвижный, неизменный (τὰ παρελθόντα πάντα Arst.; πρόσωπον Luc.; τοῦ σώματος ῥώμη Plut.): ἄ. πρός τι Plut. безразличный к чему-л.; χρῆσθαι ἀτρέπτῳ τῷ λογισμῷ πρὸς τὸ δεινόν Plut. мужественно умирать.

Middle Liddell

τρέπω
unmoved, immutable, Plut., Luc.