ἄωτος
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
ον, (οὖς) A without ears, Plu.2.963b; of vessels, without lugs, Philet. ap. Ath.11.783a, dub. in Call.Fr.115, cf. Aët.1.138.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. falto de oídos u orejas οὐ ... τυφλὸς οὐδ' ἀδύνατος οὐδ' ἄ. ἄνθρωπός ἐστιν Plu.2.963b
•ἄωτοι· ὦτα μὴ ἔχοντες Hsch.
2 de recipientes falto de asas ἄωτον ... τὸ ἔκπωμα, ὡς ... οὖς ἔχων Philet.30, ἀμφορεὺς ... ἄ. Call.Fr.399.
II v. ἄωτον.
German (Pape)
[Seite 422] (οὖς), ohne Ohr, taub, Plut. sol. an. 5; ohne Henkel, nach Ath. XI, 783 a von einem Becher, der deshalb auch τὸ ἄωτον hieß.
Greek (Liddell-Scott)
ἄωτος: -ον, (οὖς) στερούμενος ὤτων, ἀλλ’ οὐ διὰ τοῦτο τυφλός, οὐδὲ ἄωτος ὁ ἄνθρωπός ἐστιν Πλούτ. 2. 963Β· ἐπὶ ἀγγείων στερουμένων λαβῆς ἢ λαβῶν, «ἄωτον παρὰ Κυπρίοις τὸ ἔκπωμα, ὡς Πάμφιλος. Φιλητᾶς δὲ ποτήριον οὖς οὐκ ἔχον» Ἀθήν. 783.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
c. ἄωτον.
2ος, ον :
sans oreilles, sourd.
Étymologie: ἀ, οὖς.
English (Autenrieth)
or ἄωτον (ἄϝημι): floss, fleece; of wool, Od. 1.443, Od. 9.434; and of the ‘nap’ of linen, Il. 9.661.
English (Slater)
ᾰωτος (-ος, -ῳ, -ον; -οι) c. gen.
1 of things.
a choicest (portion) μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ (O. 1.15) δραπὼν ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον (P. 4.131) ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον (P. 10.53) ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος ἐσλὸν αἰνεῖν’ (N. 3.29) εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται, πολιατᾶν καὶ ξενῶν γλώσσας ἄωτον (I. 1.51) δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον (I. 5.12) ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων (I. 6.4) ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν (I. 7.18) χρὴ Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν (τὸν ὕμνον. Σ.) (I. 8.16) ἔραται δέ μοι γλῶσσα μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (i. e. τὸν ὕμνον. καταλείβειν e. g. supp. Wil.) (Pae. 6.59) pl., στεφάνων ἄωτοι κλυτὰν Λοκρῶν ἐπαείροντι ματέῤ (O. 9.19)
b choicest (prize) Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον ὀρθώσαις, ἀκαμαντοπόδων ἵππων ἄωτον (O. 3.4) ὑψηλᾶν ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον γλυκὺν τῶν Οὐλυμπίᾳ δέκευ (O. 5.1) ἀλλ' ἐμὲ χρὴ φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον (O. 8.75) θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον (N. 2.9)
2 of persons, the foremost, best, pick Θήρωνα εὐωνύμων πατέρων ἄωτον (O. 2.7) κατέβα ναυτᾶν ἄωτος (P. 4.188) pl., ἀβοατὶ γὰρ ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον (N. 8.9) cf. fr. 111a. 7 infra.
3 fragg. ]γενναίων ἄωτος νεκταρέας fr. 6b. f. ]ἄωτος ἡρώω[ν fr. 111a. 7.
{{grml
|mltxt=ἄωτος, -ον (Α) [[ους, ωτός
1. ο χωρίς αφτιά
2. (για αγγεία) ο χωρίς χερούλια ή λαβές.
}}
Russian (Dvoretsky)
ἄωτος:
I ὁ = ἄωτον.
II 2 не имеющий ушей, т. е. глухой Plut.
Frisk Etymological English
-ον
Grammatical information: m., n.
Meaning: flock, down, the choicest, the flower of its kind (Il.).
Derivatives: ἀωτεύειν ἀπανθίζεσθαι H., ὑφαίνειν AB.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Considered as a verbal noun (*blowing) of ἄημι. Thus recently Jacquinod, REA 90, 1988, 319 - 323 (*h₂w-oh₁-to-). But the connection with blow finds semantically no support and is improbable; it is just the general appearance of the form that led to it; rather it was a technical term (thus DELG).
Frisk Etymology German
ἄωτος: {áōtos}
Forms: -ον n.
Grammar: m.,
Meaning: Flocke, Flaum, feine Wolle; das Feinste in seiner Art (ep. lyr. seit Il.).
Derivative: Ableitung ἀωτεύειν· ἀπανθίζεσθαι H., ὑφαίνειν AB.
Etymology: Seit Buttmann Lexilogus oft als ursprüngliches Verbalnomen (*"das Wehen") zu ἄημι gezogen; semantisch und formal gewiß möglich. Die dabei voraussetzende ō-Abtönung ist sonst nirgends belegt (got. Prät. waiwō ist Analogiebildung).
Page 1,205