διεξίημι

From LSJ
Revision as of 19:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεξίημι Medium diacritics: διεξίημι Low diacritics: διεξίημι Capitals: ΔΙΕΞΙΗΜΙ
Transliteration A: diexíēmi Transliteration B: diexiēmi Transliteration C: dieksiimi Beta Code: dieci/hmi

English (LSJ)

strengthened for ἐξίημι, A let pass through, διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τῆς πόλεως Hdt.4.203. II intr., of a river, empty itself, ἐς θάλασσαν Th.2.102 (s.v.l.).

Spanish (DGE)

1 tr. dejar pasar a través de διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τοῦ ἄστεος Hdt.4.203.
2 intr. desembocar ἐς θάλασσαν διεξιείς Th.2.102 (cód.).

German (Pape)

[Seite 620] (s. ἵημι), durch- u. herauslassen, τινὰ διὰ τοῦ ἄστεος, Her. 4, 203; scheinbar intrans., vom Flusse, διεξιεὶς εἰς θάλασσαν, Thuc. 2, 102, sich ergießen.

French (Bailly abrégé)

ao. 3ᵉ pl. διεξῆκαν;
1 tr. laisser passer à travers : τινα διὰ τοῦ ἄστεος HDT qqn à travers la ville;
2 intr. se jeter dans en parl. d'un fleuve, avec ἐς et l'acc..
Étymologie: διά, ἐξίημι.

Greek (Liddell-Scott)

διεξίημι: πρβλ. τὸ ἐξίημι, ἀφίνω τινὰ νὰ διέλθῃ διὰ μέσου, ἐῶ διεξελθεῖν, διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τοῦ ἄστεως Ἡρόδ. 4. 208. ΙΙ. ἀμετάβ. (ἐξυπακ. τοῦ αὑτόν), ἐπὶ ποταμοῦ, ἐκβάλλω, ἐς θάλασσαν Θουκ. 2. 102· πρβλ. ἐξίημι, ἐκδίδωμι.

Greek Monolingual

διεξίημι (Α) εξίημι
1. αφήνω να περάσει ανάμεσα
2. (για ποτάμια) εκβάλλω, χύνομαι.

Greek Monotonic

διεξίημι: αόρ. αʹ -εξῆκα·
I. επιτρέπω τη διέλευση, σε Ηρόδ.
II. αμτβ. (ενν. αὑτόν), λέγεται για ένα ποτάμι, εκβάλλω, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διεξίημι: (aor. διεξῆκα)
1) позволять пройти, пропускать (τινὰ διὰ τοῦ ἄστεος Her.);
2) (о реке), впадать (ἐς θάλασσαν Thuc.).

Middle Liddell

aor1 -εξῆκα
I. to let pass through, Hdt.
II. intr. (sub. αὑτόν), of a river, to empty itself, Thuc.