αὐτούργητος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ον, self-wrought, rudely wrought, AP6.33.5 (Maec.).
Spanish (DGE)
-ον
que se ha hecho a sí mismo, de ahí tosco αὐτούργητον ἐρείκης βάθρον AP 6.33.5 (Masc.).
German (Pape)
[Seite 403] selbst, schlecht gearbeitet, βάθρον Qu. Maec. 7 (VI, 33).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s'est fait de soi-même ; grossier.
Étymologie: αὐτουργέω.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτούργητος: -ον, ὁ, ἀφ’ ἑαυτοῦ εἰργαμένος, ἀτέχνως κατειργασμένος, Ἀνθ. Π. 6. 33.
Greek Monotonic
αὐτούργητος: -ον, αφ' εαυτού δουλεμένος, δουλεμένος άτεχνα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτούργητος: самодельный, грубой работы (βάθρον Anth.).