αἰπεινός

From LSJ
Revision as of 19:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰπεινός Medium diacritics: αἰπεινός Low diacritics: αιπεινός Capitals: ΑΙΠΕΙΝΟΣ
Transliteration A: aipeinós Transliteration B: aipeinos Transliteration C: aipeinos Beta Code: ai)peino/s

English (LSJ)

ή, όν, (αἰπύς) poet. Adj. A high, lofty, of cities on heights, Ἴλιον Il.9.419, al., cf. A.Fr.284, S.Tr.858 (lyr.), Ph.1000; αἰθήρ B. 8.34; of Delphi, μαντεῖα E.Ion739; of mountain-tops, κάρηνα Il.2.869, Od.6.123. II metaph., 1 αἰ. λόγοι hasty, wicked words, Pi.N.5.32. 2 hard to reach, σοφίαι μὲν αἰ. Id.O.9.108.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Morfología: [fem. gen. plu. αἰπεινάων Opp.C.1.482]
1 alto, elevado κάρηνα Il.2.869, 20.58, Od.6.123, αἰθήρ B.9.34, ἄκρια A.R.1.520
de una isla escarpada Κερωσσός A.R.4.573
fig. σοφία Pi.O.9.108.
2 situado en un alto, construido en el monte de ciudades Ἴλιον Il.9.419, cf. 13.773, Καλυδών Il.13.217, 14.116, Κνίδος h.Ap.43, cf. h.Hom.34.2, A.Fr.284, S.Tr.858, Ἐρύκα Theoc.15.101, Ἐπίδαυρος IPr.268c.4 (II a.C.)
por hipálage de Delfos αἰπεινὰ ... μαντεῖα E.Io 739, σταθμοί Pi.P.4.76.
3 fig. imprudente λόγοι Pi.N.5.32.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
haut, élevé.
Étymologie: αἶπος.

Greek (Liddell-Scott)

αἰπεινός: -ή, -όν, (αἰπὺς) ποιητ. ἐπίθ. ὑψηλός, ἐπηρμένος, ἐπὶ πόλεων ὑψηλὰ κειμένων, Ὁμ., πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 99 b. Σοφ. Τρ. 858, Φ.1000: - περὶ τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων, Ἰλ. Β. 869, Ὀδ. Ζ. 123. ΙΙ. μεταφ. 1) αἰπεινοὶ λόγοι = ἀπότομοι, ἀπερίσκεπτοι, πονηροὶ λόγοι, Πινδ. Ν. 5. 99, ἔνθα ἴδε τὸν Dissen. 2) δύσκτητος, σοφίαι μὲν αἰπειναί, ὁ αὐτ. Ο. 9.161· αἰπ. μαντεῖα, = δύσκολα, Εὐρ. Ἴων 739.

English (Autenrieth)

(εσσα), αἰπός: see αἰπύς.

English (Slater)

αἰπεινός
1 steep
a lit., αἰπεινῶν ἀπὸ σταθμῶν (P. 4.76) Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (N. 9.5)
b met., difficult — σοφίαι μὲν αἰπειναί hard to reach (O. 9.108) τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι repugnant, distasteful (N. 5.32)

Greek Monotonic

αἰπεινός: -ή, -όν (αἰπύς),
I. υψηλός, υπερήφανος, υπεροπτικός, σε Όμηρ.
II. μεταφ.·
1. καμωμένος βιαστικά, βιαστικός, απερίσκεπτοςαἰπεινοὶ λόγοι, σε Πίνδ.
2. αυτός που δύσκολα κατακτάται, κερδίζεται, σε Πίνδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αἰπεινός:
1) высоко вздымающийся, высокий (πτολίεθρον, Μυκάλης κάρηνα Hom.; βάθρον Soph.; Ἴλιον Eur., Theocr.; πυραμίδες Anth.);
2) перен. высокий, возвышенный (σοφία Pind.);
3) высокомерный (λόγοι Pind.);
4) недоступный, непостижимый, загадочный (μαντεῖα Eur.).

Middle Liddell

αἰπύς
I. high, lofty, Hom.
II. metaph.,
1. precipitate, hasty, Pind.
2. hard to win, difficult, Pind., Eur.

English (Woodhouse)

precipitous, steep, towering

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)