εὐψυχία
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
ἡ, good courage, high spirit, A.Pers.326, E.Med.403, Th.1.121, etc.; goodness of soul, opp. κακοψυχία, Pl.Lg.791c.
German (Pape)
[Seite 1111] ἡ, der gute Muth, die Tapferkeit; Aesch. Pers. 318; Eur. Suppl. 175 u. öfter; Thuc. 1, 121 u. öfter, wie Folgde; Ggstz κακοψυχία, Plat. Legg. VII, 791 c; neben ἀνδρεία Dem. 61, 24; im plur., Pol. 2, 69, 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bon courage, courage, assurance.
Étymologie: εὔψυχος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐψῡχία: ἡ, καλὸν θάρρος, γενναιότης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 326, Εὐρ. Μήδ. 402, Θουκ. 1. 121, κ. ἀλλ.· ἀντίθετον τῷ κακοψυχία, Πλάτ. Νόμ. 791C.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐψυχία) εύψυχος Ι
ψυχικό σθένος, υψηλό φρόνημα, ευτολμία, γενναιοψυχία, ανδρεία, αποφασιστικότητα
αρχ.
ψυχική αγαθότητα, αντίθ. του κακοψυχία.
Greek Monotonic
εὐψῡχία: ἡ, καλό θάρρος, γενναιότητα, υψηλό φρόνημα, ηθικό, σε Αισχύλ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
εὐψῡχία: ἡ тж. pl. душевное спокойствие, бодрость, мужество, решимость Aesch., Eur., Thuc., Plat., Arst., Dem., Polyb., Plut.
Middle Liddell
εὐψῡχία, ἡ,
good courage, high spirit, Aesch., etc. [from εὔψῡχος]