νεόπλουτος

From LSJ
Revision as of 21:26, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόπλουτος Medium diacritics: νεόπλουτος Low diacritics: νεόπλουτος Capitals: ΝΕΟΠΛΟΥΤΟΣ
Transliteration A: neóploutos Transliteration B: neoploutos Transliteration C: neoploutos Beta Code: neo/ploutos

English (LSJ)

ον, newly become rich, opp. ἀρχαιόπλουτος (q.v.): hence, vainglorious, upstart, D.17.23, cf. Arg.D.17, Arist.Rh.1387a23; οἰκέτης ν. Luc.Hist.Conscr.20; ἀπελεύθερος ν. Plu.2.634c; ν. δεῖπνα Id.Luc.40: hence, by a comic metaph., ν. τρύξ, of a low upstart, Ar.V.1309.

German (Pape)

[Seite 243] neuerdings, eben erst reich geworden, dah. mit Reichthum prunkend, wie es die plötzlich reich Gewordenen thun; Dem. 17, 23; Arist. rhet. 2, 9; δεῖπνα, Plut. Luc. 40; Luc. Tim. 7 Tox. 12. – Mit komischer Übertragung, τρύξ, Ar. Vesp. 1309.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
récemment enrichi ; parvenu, orgueilleux comme un parvenu.
Étymologie: νέος, πλοῦτος.

Greek (Liddell-Scott)

νεόπλουτος: -ον, ὡς τὸ ἀρτίπλουτος, ὁ νεωστὶ πλουτήσας ἀντίθ. τῷ ἀρχαιόπλουτος (ὃ ἴδε), καὶ οὕτω κενόδοξος καὶ ἀλαζονικὸς (πρβλ. τὸ Γαλλ. nouveau riche), Δημ. 218, 18, Ἀριστ. Ρητ. 2. 9, 9· οἰκέτην ν. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγράφ. 20· ἀπελεύθερος ν. Πλούτ. 2, 634C· ν. δεῖπνα ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλ. 40· - ἐντεῦθεν κατὰ κωμικὴν μεταφοράν, ν. τρύξ, ἐπὶ χυδαίου ἀνθρώπου πλουτήσαντος, Ἀριστοφ. Σφ. 1309.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νεόπλουτος, -ον)
αυτός που πλούτισε πρόσφατα και αρέσκεται να επιδεικνύει τα πλούτη του, χωρίς να διαθέτει κανένα άλλο προσόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + πλοῦτος.

Greek Monotonic

νεόπλουτος: -ον, αυτός που πλούτισε πρόσφατα, ματαιόδοξος και ξιπασμένος (πρβλ. το γαλλ. nou­veau riche), σε Δημ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

νεόπλουτος:
1) недавно разбогатевший (ἀπελεύθερος Plut.; οἰκέτης Luc.);
2) высокомерный, чванный (θεραπεία Plut.);
3) претенциозный, пышный (δεῖπνα Plut.): ν. τρύξ Arph. высоко поднявшаяся (винная) гуща, т. е. зазнавшийся выскочка.

Middle Liddell

νεό-πλουτος, ον
newly become rich, upstart (cf. Fr. nouveau riche), Dem., Arist.

English (Woodhouse)

parvenu

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)